Όλα ξεκίνησαν ένα τράτζικ φθινοπωρινό ξημέρωμα στα Εξάρχεια… (Σεπτέμβριος,2010 - Ιανουάριος 2014)

20110406

Ημέρα της Γκαντεμιάς Season 1, Ep.8


10.10.10


Τι μπορεί να συμβαίνει; Τίποτα. Είναι μια τυχαία ημερομηνία όπως πολλές άλλες, 01/01/01, ή 06/06/06.  Για μένα όμως τουλάχιστον, για τη Τζέν- Τζέν και τη Ντράνα, έμεινε στην ιστορία μας ως Ημέρα της Γκαντεμιάς.

Πολλοί άνθρωποι έχουν συνδυάσει στο μυαλό τους τα Κυριακάτικα απογεύματα με σινεμά. Πολλοί όμως άνθρωποι λέμε, πάρα πολλοί. Αποτέλεσμα είναι, εμείς που είμαστε λίγες από τους πολλούς αυτούς και που ποτέ δεν είμαστε στην ώρα μας (εξαιρείται ο εαυτός μου, ο ιδίος και η Τζούλια Αλεξανδράτου) να μη βρίσκουμε εισιτήριο για το αριστουργηματικό σινεφίλ κουλτουριάρικο έργο που επέλεξε πριν από μας για μας η Ντράνα. «Όχι, δε θα χάσω εγώ την αρχή!», «όχι! Δεν θα το δω πρώτη σειρά να τυφλωθώ, θέλω να το  απολαύσω!», μουρμούραγε ενώ οι μαύρες δερμάτινες δεκάποντες μπότες της έσπαγαν πλακάκια στην Ακαδημίας. Βγάλαμε εισιτήρια για την επόμενη προβολή…  Τώρα όμως είχαμε δυο ώρες κενό.
Τι είναι πιο κοντά; Το μαγαζί του Killer. Εμπρός Μαρς! Οι τρεις ομπρέλες κατευθύνθηκαν προς την πλατεία Κολοκοτρώνη, όταν μια αναλαμπή φώτισε την κεφάλα μου. «Όχι! Σήμερα δεν δουλεύει! Έχει ρεπό!». Μεταβολή και ξανά προς τα πίσω. Η βροχή να πέφτει, οι τρεις ομπρέλες να περιφέρονται τους δρόμους της Αθήνας. Από εδώ τώρα; Τι είναι πιο κοντά; «Τα Εξάρχεια!», απαντάει η βικιπαίδεια Τζέν- Τζέν. Τώρα, οι τρεις ομπρέλες επιταχύνουν, μπουκάρουν στο γνωστό μαγαζί (γνωστό, σα να λέμε έχουμε ξανάρθει…). Κατσιασμένες, αναμαλλιασμένες, βρεγμένες και εξουθενωμένες, πίνουν μια ζεστή σοκολάτα και προσπαθούν να βάλουν «τα πράγματα» σε μια «σειρά». Και όπου γης πατρίς, Εξάρχεια ήμασταν σίγουρα θα πέφταμε πάνω σε γνωστούς, μα πήγαμε κι εμείς στο στόμα του λύκου πάλι.Το κακό συναπάντημα δεν άργησε να γίνει. Πάλι ένας φίλος του Τοξότη βρέθηκε μπροστά μου φάντης μπαστούνι (γιατί όχι Μπαστούνης;) και για ακόμη μια φορά πήγα να το παίξω κούλ παρότι ήξερα καλά οτι τα μαλλιά μου απο την υγρασία δεν είναι καθόλου κουλ. "Ρε συ είδα εκείνη που ζαχάρωνες το καλοκαίρι", θα του έλεγε, "σκατά έχει γίνει, καλά που την παράτησες!". Σκατά να φάτε ρε! 

Έχει έρθει η ώρα προβολής και οι τρεις ποπκορνοφάγες, με όλη την καλή διάθεση, περιμένουν τα κρίσιμα πρώτα δέκα λεπτά να περάσουν. Επειδή «αγαπούλα» έχουμε και ΠΑΙΔΕΙΑ  , γνωρίζουμε από τα μαθήματα Κινηματογράφου, ότι ο θεατής κρίνει αν του αρέσει η όχι μια ταινία στα πρώτα δέκα λεπτά.  Τα λεπτά περνούσαν και πάνω στο 11ο λεπτό, ο μπροστινός αρχίζει να ροχαλίζει. Τα μάτια μου γλαρώνουν, η Τζέν- Τζέν έχει βάλει οδοντογλυφίδες στα μάτια (τις έχει πάντα μαζί – απαραίτητο αξεσουάρ Οδοντριάτρου). Η Ντράνα, δεν θέλει να παραδεχτεί πόσο μούφα είναι το έργο και στο διάλειμμα επιμένει στο  ότι «η αισθητική της ταινίας» είναι φοβερή. Το δεύτερο μισό της ταινίας είναι κάπως πιο γρήγορο, η πλοκή δηλαδή, αλλά το τέλος μοιάζει ατελείωτο. Τελικά μένει πράγματι ατελείωτο. Μια έγκυος που δεν έχει κοιλιά αρχίζει να τσιρίζει, μια λεσβία βουρκώνει και γίνεται ακόμα  πιο τερατόμορφη, η πρωταγωνίστρια τρέχει σαν τρελή κι η υπηρέτρια σπαράζει χτυπώντας τα μπούτια της και τραβώντας τα μαλλιά της.

Επιβιβαζόμαστε στο διθέσιο – τόσες φορές το έχουμε κάνει, τώρα θα μας πιάσουν; Πηγαίνουμε στο Κολωνάκι, συναντάμε τον Barney, απογοητευόμαστε από τους βρεγμένους έρημους δρόμους κι αποφασίζουμε να πάμε σπίτι. Η Ντράνα κάθεται στα πόδια μου και σε κάθε λακούβα χτυπάει το κεφάλι της στο παρμπρίζ. Έχει κεφάκια όμως και πειράζει τα διπλανά αυτοκίνητα. «Α! Εκεί μέσα είναι τέσσερα αγόρια!», λέει ενθουσιασμένη και κουνάει χέρια πόδια. Το αυτοκίνητο πλησιάζει – η Τζέν- Τζέν είναι προσηλωμένη την οδήγηση κι εγώ δεν βλέπω, γιατί  έχω τα πορτοκαλί μαλλιά της Ντράνας μέσα στη μούρη μου. Το αυτοκίνητο με τα τέσσερα αγόρια σταματάει δίπλα στο παράθυρο της Τζεν- Τζέν. «Police» έγραφε η πόρτα. Τι να ήταν άραγε;  Ο συνοδηγός κατεβάζει το παράθυρο και με αυθεντικά απαξιωτικό ύφος, λέει «Τώρα τι να σου πω; Για τι να σε γράψω; Κανένας άλλος δεν χώραγε να τον βάλεις μέσα;». Η Τζέν- Τζέν κατεβάζει το κεφάλι, εγώ κρύβομαι πίσω από τα πορτοκαλί μαλλιά (σαν στρουνθοκάμηλος…). Αρχίζει να μας κυνηγάει, να τρέχει από πίσω μας, στα στενά του Παγκρατίου, απ’ όπου δεν μπορείς να ξεφύγεις  ποτέ… Στρίβουμε δεξιά, στρίβει δεξιά. Μπαίνουμε ανάποδα σε ένα δρόμο και αριστερά…

 «CINEMA Petit Palait!! Κι εδώ την έπαιζε την ταινία!» λέει η Ντράνα για να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα.  Γλιτώνουμε από τους μπάτσους, ελαττώνουμε ταχύτητα… Σταματάμε σε μια άκρη να πάρουμε μιαν ανάσα… Η Πορτοκαλομαλλούσα βγαίνει από το οπτικό μου πεδίο επιτέλους, ξαναβρίσκω το φως μου. Κοιτάζω έξω από το παράθυρο (από τη μεριά της Τζεν- Τζέν) και στο φόντο, δεξιόθεν της κεφαλής της αντικρίζω τον εφιάλτη… Είναι η μηχανή του. Όχι μια οποιαδήποτε μηχανή,  αλλά μια συγκεκριμένη, πολύ συγκεκριμένη. «Αποκλείεται!» λέω και κοιτάζω τις πινακίδες για επιβεβαίωση. Κι όμως φίλοι μου, κι όμως…