Όλα ξεκίνησαν ένα τράτζικ φθινοπωρινό ξημέρωμα στα Εξάρχεια… (Σεπτέμβριος,2010 - Ιανουάριος 2014)

20131028

ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΛΟΙ ΑΥΤΟΙ;

Τις τελευταίες μου εξόδους τις είχα μισήσει και δεν ήμουν η μόνη. Η Μπέμπα κι εγώ είχαμε πλέον ξενερώσει τη ζωή μας. Μπαίναμε μέσα στο μπαρ, υποκρινόμενες ότι πρόκειται να περάσουμε ωραίες στιγμές όπως παλιά. Στα δέκα λεπτά η ελπίδα είχε χαθεί. Και επάνω στο τέταρτο, στρίγγλιζα «Ποιοι είναι όλοι αυτοί;», με μια αγανάκτηση που ποτέ δεν έχω νιώσει ξανά. Είναι σα να μπαίνεις σπίτι σου με χαρά και ξαφνικά να αντικρίζεις ένα σωρό αγνώστους, να πίνουν από το καφέ σου και να τρώνε από το κέηκ σου. Να κάθονται με τις κωλάρες τους στους καναπέδες που χρόνια τώρα έχεις επενδύσει, σφηνάκι-το-σφηνάκι. «Ποιοι είναι όλοι αυτοίιιιιιιιιι;» τσίριξα άλλη μια φορά κι έφυγα, δίχως να παραγγείλω.

Στη δεύτερη απόπειρα εξόδου, πήρα ένα ποτήρι κρασί. Κοίταζα γύρω μου, το μάτι γυάλιζε όπως τα ανυπόμονα κοριτσάκια στα ιαπωνέζικα μάνγκα. Ήλπιζα ότι κάπου θα δω ένα γνωστό πρόσωπο. Όχι ένα συγκεκριμένο, αλήθεια σας το λέω, το ορκίζομαι σε ό,τι έχω ιερό. Δεν έψαχνα κάποιον συγκεκριμένο. Αλλά μόνο έναν γνωστό. Μια γνωστή φάτσα. Έναν από τους παλιούς θαμώνες. Έστω, κάποια αντιπαθητική συμμαθήτρια που κατά καιρούς θα συναντούσαμε εκεί μέσα.

«Ποιοι είναι όλοι αυτοί;», αναρωτήθηκα και πάλι. Που πήγαν οι γνωστοί; Που πήγαν όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που γνωρίζαμε; Που πάνε και δε τους βλέπουμε ποτέ; Που είναι οι λόκαλς; Η Μπέμπα συμφώνησε. Υπήρχε μια σκοτεινή σκευωρία πίσω από όλο αυτό το χάος. Όπως όταν έχεις πάθει αμνησία και δε θυμάσαι ούτε ποιος είσαι και νιώθεις αμήχανα και απελπισία που δεν αναγνωρίζεις κανένα πρόσωπο. Έτσι κι εμείς, δεν αναγνωρίζαμε κανέναν. Ξένο σώμα. Να έχουν μπατιρίσει όλοι αποκλείεται, άρα; Κάπου αλλού μαζεύονται. Αλλά που; Και άραγε, είναι όλοι μαζί;

Που είναι ο Πρόεδρος και η Thinkerbell? Που είναι ο Mr.Green Eyes, η miss Kanela, η Κλανίτσα… Που είναι ο Οέο και ο Μarco; Που πήγαν η μικρή μουσούδα; Και που στο καλό κρύβονται οι Ρούληδες;

Πάνω στην ώρα ήρθε ένα κλιμάκιο από Ρούληδες, ποτισμένοι σίγουρα από Λεξοτανίλ. Ούτε τα μπουφάν τους δεν έβγαλαν κι έφυγαν. Ο LovaLova από τότε που έκοψε το κάπνισμα – πάει καιρός- δεν κουνάει πιά τόσο ρυθμικά τους ώμους. Ο Tony…αχ αυτός ο Tony. Όλη μέρα σπίτι, έτρωγε παγωτό και δεν ήταν από ερωτική απογοήτευση, αλλά από… αμυγδαλές. Η Μεταλλαγμένη (Τζέν-τζέν) ούτε τολμούσε να πατήσει το πόδι της χωρίς τη συνοδεία Αυτού που Συμπαθούμε Όλοι και οι Dicks απολάμβαναν τη νέα τους φωλίτσα, σπάνια τους βλέπαμε πια.

Ήπια το κρασί μονοκοπανιά κι έδειξα στη Μπέμπα την πόρτα της εξόδου. «Έχουμε βαλτώσει», είπε η Μπέμπα, ενώ άνοιγε το βήμα για να απομακρυνθεί όσο το δυνατό ταχύτερα από το άγνωστο μέρος. Στο αποκορύφωμα αυτού του δράματος, να σημειωθεί πως ούτε καν η Κουτσομπόλα ήταν πια εκεί. Μάλιστα. Η Κουτσομπόλα, που δεν έλειπε ποτέ και δεν της ξέφευγε ποτέ τίποτα, είχε φύγει από το pere ubu δια παντός. Λες να ήταν με όλους τους άλλους; Λές κι η εκείνη να ήταν στο άλλο μέρος που εμείς δε γνωρίζαμε;


Κι έτσι περάσαμε απο το "Ποιοι είναι όλοι αυτοί;" στο "Που είναι όλοι οι άλλοι;"...

20131024

Ένας «φανταστικός» γάμος

Εκείνο το βράδυ δεν είχα διάθεση να βγω έξω. Δεν είχα διάθεση να δω κανέναν. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η κρίση επιβάλλει Ρούνι-ρούνι κεκλεισμένων των θηρών.

Αρχίσαμε να απαριθμούμε πάλι τις συμμαθήτριες που αρραβωνιάζονται-παντρεύονται το επόμενο τρίμηνο-εξάμηνο. Η Ρούνι-ρούνι κατέληξε «Πρέπει να αλλάξουμε χαρακτήρα…να γίνουμε πιο συγκαταβατικές… πιο…παθητικές…πιο…». Μαλάκες. Ναι, να αφήνεις τον άντρα να σε πιάνει μαλάκα. Να τα σκατώνει όλα και να του λες «ναι αγάπη μου». Να είσαι υποχωρητική πάντα, είτε φταις είτε όχι. «Αυτές παντρεύονται!». Γιατί να τα ανεχτείς όλα αυτά; «Για να έχεις ένα καλό γάμο…». Α, ώστε δε φτάνει να έχεις γάμο, αλλά μάλιστα πρέπει να είναι και «καλός». Τι ορίζει έναν καλό γάμο λοιπόν; Η αγάπη; Ο έρωτας; Μήπως το χρήμα; «Ο συνδυασμός…». Αχα! Το πακετάκι της Τζέν-τζέν. Όχι αυτό που διαθέτει η ίδια, γιατί το έχουμε δεδομένο ότι οι φίλες μου έχουν το πακετάκι τους… Το πακετάκι που πρέπει να έχει ο άλλος για να ταιριάζει με το δικό σου.

Το μισώ το πακετάρισμα σας το είπα; «Υπάρχει κι η περίπτωση του να είσαι τόσο πλούσια, που να μη σε νοιάζει να πάρεις κι ένα ξεβράκωτο. Όλα για την αγάπη…». Σκέφτηκα. «Ωστόσο, εμείς ούτε συγκαταβατικές είμαστε, ούτε τόσο πλούσιες. Οπότε τι μας μένει;», τη ρωτώ, ούσα σίγουρη ότι έχει πιάσει το νόημα. Τι μας μένει; «Το ράφι!».

Έπιασα το ξεσκονόπανο κι άρχισα να καθαρίζω τη βιβλιοθήκη μου, η οποία ήταν έτοιμη να καταρρεύσει. Το βλέμμα μου έπεσε πάνω σε ένα βιβλίο του Εβρέ Μπαζέν «Με την οχιά στο χέρι». Εκεί μέσα, δε μπορείς να φανταστείς τι γίνεται. Αν το διαβάσεις ξεκλειδώνεις ένα κόσμο, που εξηγεί όλα τα κατάλοιπα των ανδρών, τα οποία τους δημιουργούν οι μανάδες τους. Να, ένα ακόμα μεγάλο πρόβλημα στο γάμο. Ουσιαστικά, πρέπει να μπορείς να γίνεις η μάνα κάποιου, όταν αποφασίζεις τον γάμο ως οικογενειακή κατάσταση και μαγαρίζεις και το βιογραφικό σου. Ακους; "Οικογενειακή Κατάσταση". Γιατί το λέμε "άγαμος" κι όχι "κακογαμημένος; μπακούρης; μαγγούφισσα;" ή "εργένης, ευτυχισμένος άνθρωπος χωρίς υποχρεώσεις", ή "παιδί χωρισμένων γονιών με πολλά ψυχολογικά που ψάχνει τη μια μοναδική αγάπη που κρατάει για πάντα - με ροζ fonts". Αυτός ο μαλάκας είμαι εγώ. Αυτή η περιγραφή μου ταιριάζει τέλεια στα προσωπικά μου. Ένας Κριός ντίπ για ντίπ ρεζίλης του είδους μου.

 Η Ρούνι-ρούνι έκατσε σιωπηλή μασουλώντας τα πατατάκια που μου είχε φέρει για να μου φτιάξει η διάθεση. Έφαγε και τη σοκολάτα που μου είχε φέρει για να μου φτιάξει η διάθεση. Ήπιε και το χυμό που μου είχε φέρει για τον ίδιο λόγο. Εμένα βέβαια δε μπορούσε τίποτα να μου φτιάξει τη διάθεση, γιατί επηρεαζόμουν βαρύτατα από την έκλειψη της σελήνης, το έλεγαν όλοι οι Αστρολόγοι πάνω στη Γη.

Τι να τον κάνεις το γάμο, αν δεν είσαι έστω και λίγο θετική, στην ιδέα του ότι θα γίνεις «μάνα». Για αρχή, θα πρέπει να γίνεις η μάνα του άντρα σου. Δεν τίθεται ερώτημα για μητρικό ένστικτο. Ή το έχεις, ή δε το έχεις. Κι άμα δε το έχεις, τότε πρέπει να βρεις άντρα ορφανό, που ξέρει να μαγειρεύει και του αρέσει το σίδερο. Επίσης, βγάζοντας το σκύλο βόλτα πετάει και τα σκουπίδια, κι όταν γυρίσει από τη βόλτα, μυρίζει υπέροχα- συνάμα αντρίκια- και κάνετε έναν έρωτα όλο τρέλα- αλλά μέσα στην τρυφερότητα σου ρίχνει και καμιά στον κώλο. Κι επειδή αυτός ο άνδρας δεν υπάρχει και άρα ούτε ο γάμος αυτός μπορεί να υπάρξει, κι αν είσαι σαν εμένα, δηλαδή δε μπορείς να κάνεις τη μάνα κανενός, αναπαύσου λίγο ακόμα στο ράφι σου…


Ξέχασα να σας πω, είχα μόλις χωρίσει. Επειδή, ήταν προφανές, οτι δε μπορούσα να παντρευτώ.

20131007

Ένα σφηνάκι πενικιλίνη

Όλοι έχουμε βιώσει το δράμα που αντιστοιχεί στο συνδυασμό "θέλω να πιω" και "παίρνω αντιβίωση". Τις 2 πρώτες ημέρες είναι εντάξει. Υποφέρεις τόσο πολύ απο την αρρώστια σου, όπου προκειμένου να γίνεις καλά είσαι διατεθειμένος να πιεις μέχρι και στρουμφοζωμό και σάλια νυχτερίδας. Το πάθος για ίαση σε κυριεύει. Πίνεις την αντιβίωσή σου με το ρολόι στην κυριολεξία κι ο γιατρός είναι ο καλύτερός σου φίλος. Τι συμβαίνει όμως μετά τις πρώτες ημέρες;

Ο Tony είχε κολλήσει μια πολύ σπάνια αρρώστια, όπως διαπίστωσαν οι γιατροί. Ήταν, όπως του εξήγησαν, απο υπερβολική καλοπέραση. Ο Tony είχε επιστρέψει απο τις Ινδίες, ενώ πριν βρισκόταν στην Πολυνησία όπου είχε πάει να επισκεφθεί την κρυφή του οικογένεια. Ο γιός του, ο Djahudura και η σύζυγός του, Babachitta τον είχαν πεθυμήσει. Όταν επέστρεψε στα πάτρια εδάφη ο Tony έκαιγε στον πυρετό, τα μάτια του είχαν σχεδόν αλληθωρίσει, όλο του το σώμα πονούσε και το στομάχι του είχε δεθεί κόμπος. Δεν είχε όρεξη να φάει κανένα απο τα 8 γεύματα που του συνιστούσε ο διατροφολόγος.
- Τι μου συμβαίνει γιατρέ;
- Ω, αγαπητέ, έχετε την ασθένεια της Καλοπέρασης. Πρόκειται για έναν ιό που είχαμε χρόνια να δούμε στην Ελλάδα. Ίσως φταίει η κρίση, δεν είναι σίγουρο. Κανείς δε ξέρει πως εξαφανίστηκε αυτό το νόσημα, αλλά πολλοί επιστήμονες το έχουν συνδέσει με την περικοπή των πενθήμερων εκδρομών της γ΄λυκείου αλλά και το μειωμένο ωράριο λειτουργίας των μπουζουκίων. Τι να σας πω αγαπητέ μου... θα πρέπει να πάρετε βαριά αντιβίωση για δέκα ημέρες.

Ύστερα απο δέκα μέρες, όπου ο Tony έβλεπε στον ύπνο του λαχταριστά Pims, επισκέφθηκε ξανά τον ιατρό. Ο Doctor συνοφριώθηκε. Η ασθένεια του Tony είχε ζωντανέψει απο τις στάχτες της.
- Αγαπητέ, νοσείτε βαριά. Θα πάρετε και μια δεύτερη αντιβίωση για άλλες δέκα ημέρες. Οπωσδήποτε χρειάζεται να ακολουθήσετε πιστά τις οδηγίες μου, είναι ζήτημα ζωής και θανάτου.
-Μα γιατρέ! Θα βγάλω κανά μανιτάρι στην πλάτη με τόση πενικιλίνη!
- Αγαπητέ, ο ιός της Καλοπέρασης έχει ξεπεραστεί. Νομίζω οτι πλέον έχετε νοσήσει απο "Γκαρκατσάνγκα".
- Τι είναι το γκαρκατσάνγκα γιατρέ; Τι είναι αυτά που μου λέτε!
- Προφανώς το κολλήσατε σε κάποιο ταξίδι. Ο ιός γκαρκατσάνγκα θερίζει στις Ινδίες. Οι άνθρωποι εκεί δε γνωρίζουν περί τίνος πρόκειται, πασαλείβονται με μπανάνες κι άλλα τοπικά μαντζούνια μέχρι που...χωρίς να θέλω να σας τρομάξω, καταλήγουν στο θάνατο!
-Γιατρέ μου!
- Με τη δεύτερη αντιβίωση θέλω να πιστεύω οτι θα συνέλθετε. Αλλά θα πρέπει να ακολουθήσετε τις οδηγίες μου πιστά...

Ο πιστός Tony είχε πλέον σοκαριστεί. Όλες οι σπάνιες ασθένειες και οι παράξενοι ιοί είχαν εισβάλλει στον οργανισμό του κι έκαναν πάρτι διαρκείας. Όχι pims αλλά και νερό φοβόταν να πιεί. Σκέτη αντιβίωση, μπαμ και κάτω.

Μετά απο 20 πλέον μέρες αντιβίωσης ο γιατρός του ανακοίνωσε οτι ξεπέρασε με επιτυχία το γκαρκατσάνγκα. Ο Tony απο τη χαρά του πήδηξε στο ταβάνι. "Δυστυχώς όμως...", είπε ο ιατρός, "οι δύο αντιβιώσεις εξασθένισαν την άμυνα του οργανισμού σας και διακρίνω συμπτώματα "Η67Κ00LQ00". Ο Τony τώρα αρπάζει την τρίτη αντιβίωση απο τα χέρια του γιατρού του και φεύγει διαολοστέλνοντας.

-Πως είσαι;, τον ρωτάω στοργικά ενώ πίνω διακριτικά το ποτό μου, για να μη ζηλεύει..
-ΕΙΜΑΙ ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ. ΔΕ ΝΙΩΘΩ ΑΡΡΩΣΤΟΣ. ΝΙΩΘΩ ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΕΚΝΕΥΡΙΣΜΕΝΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΣΣΣ!

Χρειάστηκε 1 μήνας αντιβίωση για να μπορέσει ξανά να βάλει αλκοόλ στο στόμα του. Τα τελευταία εικοσιτετράωρα ήταν βασανιστικά. Τικ τακ, τικ τακ...
Η 31η ημέρα γιορτάστηκε όπως η πρωτοχρονιά. Σταθήκαμε όλοι μαζί, χέρι-χέρι, κάτω απο το ρολόι του pere ubu και μετρήσαμε αντίστροφα απο το 10 έως το 1... "ΚΑΛΗ ΓΙΑΤΡΕΙΑ!!!" κι ο Tony όρμησε στο μπαρ να παραγγείλει, με τέτοια φόρα, θαρρείς πως ακόμη κι αν ο ντόκτορ εμφανιζόταν απο κάπου και τον έδενε με βαριές αλυσίδες, εκείνος θα τις έσπαζε με μια κίνηση και θα πέρναγε πάνω απο το πτώμα του ντόκτορ χωρίς δεύτερη σκέψη.

ΛΕΥΤΕΡΙΑΑΑΑ ΣΤΟΥΣ ΑΡΡΩΩΩΩΣΤΟΥΟΥΟΥΣΣΣΣ!!!

20131005

Στο ίδιο κελί…

Ήταν ξημερώματα Πέμπτης όταν ο Αρχαιοκάπηλος τελείωσε τη μεταφορά δύο αμφορέων, που εντοπίστηκαν στη θάλασσα λίγο έξω από τη Θήρα και μεταφέρθηκαν με μεγάλη εμπιστευτικότητα στον Πειραιά, κρυμμένα μέσα σε μια δεξαμενή πετρελαίου. Όλες οι υποψίες κινήθηκαν από το γεγονός ότι κανείς δεν αγοράζει πλέον πετρέλαιο, οπότε οι Αρχές έκαναν έφοδο κι ανακάλυψαν την αρχαιοκαπηλία. Τον συνέλαβαν ύστερα από άγρια καταδίωξη και τον οδήγησαν στο Αστυνομικό Τμήμα με χειροπέδες, όπου και κρατήθηκε για αρκετές ώρες.

Την ίδια στιγμή, εγώ γυρνούσα από ξέφρενο degustation. «Να χρησιμοποιείτε το πτυελοδοχείο!», μας είχαν πει πολλές φορές. Ωστόσο, σκεφτόμουν ότι είναι τόσο κρίμα να φτύνεις ένα καλό κρασί, σαν εκείνο που είχα δοκιμάσει- όπως και τα προηγούμενα 10 που είχα δοκιμάσει πριν από αυτό. Σχεδόν στα τέσσερα πλησίασα το αυτοκίνητό μου και προσπάθησα να το ξεκλειδώσω με εκείνο το δαιμονισμένο κοντρολάκι. Το πατούσα ξανά και ξανά, όμως με είχε εγκαταλείψει, όπως όλα έδειχναν. Πέρασε αρκετή ώρα κι έκανε κρύο. Δε γινόταν να περιμένω άλλο, έπρεπε να μπω στο αυτοκίνητο κι έτσι αποφάσισα να το ξεκλειδώσω με το κλειδί. Ο συναγερμός ενεργοποιήθηκε, το αυτοκίνητο άρχισε να στριγγλίζει. Ποτέ ξανά ο συναγερμός του αυτοκινήτου δεν ήταν τόσο εκκωφαντικός.

 «Κουράγιο, κάνε κουράγιο να φτάσεις μέχρι το σπίτι…» έλεγα στον εαυτό μου. Τα αφτιά μου είχαν βουλώσει, δεν άκουγα τίποτα παρά μόνο του «ίου-ίου-ίου» του συναγερμού. Επιπλέον, κατουριόμουν. Με τόσο κρασί, ήταν απορίας άξιον πως δε τα είχα κάνει ακόμη επάνω μου. Εκείνη την ώρα με κυνηγούν οι αστυνόμοι ΔΙΑΣ αλλά ούτε τους βλέπω ούτε τους ακούω. Αντιθέτως επιταχύνω με σκοπό να φτάσω κάπου όπου μπορώ να κατουρήσω και να πάψω να ακούω τη διαολεμένη σειρήνα. Ξάφνου αντιλαμβάνομαι ότι βρίσκομαι σε καταδίωξη. Είχα τρεις σημαντικούς λόγους να τρέξω ακόμη περισσότερο και κανέναν να σταματήσω. Πρώτον, δεν είχα μαζί μου ταυτότητα. Που σημαίνει, ότι θα με περνούσαν για κλέφτη αυτοκινήτων. Το αυτόφορο το είχα στο τσεπάκι μέχρι να γίνει η εξακρίβωση στοιχείων. Δεύτερον, αν μου έκαναν αλκοοτέστ, το αυτόφωρο θα ήταν μόνο η αρχή. Και τρίτον, αν σταματούσα σε εκείνο το σημείο, θα ήμουν και καταδιωγμένη που πιάστηκε = looser και φυλακισμένη, αλλά και κατουρημένη σίγουρα.

Έφτασα αγκομαχώντας στο σπίτι της Ζωζώς. Ο Dik με φυγάδευσε αμέσως στην τουαλέτα και βγήκε να εξηγήσει στην αστυνομία γιατί δεν είχα σταματήσει. Με περίμεναν να κατουρήσω κι ύστερα με συνέλαβαν. Προς έκπληξή μου βρέθηκα στο ίδιο κελί με τον Αρχαιοκάπηλο. Ήμουν πολύ φοβισμένη, ενώ αυτός εντελώς cool. Θα τους λαδώσω όλους κι αύριο το πρωί θα είμαστε έξω, μη φοβάσαι είπε.

Λίγο μετά εμφανίστηκε ο Dexter με φαγητό και τσιγάρα. Ήταν όλοι μέσα στο κόλπο. «Συνέλαβαν και τη Μπέμπα», είπε χαμηλόφωνα για να μη μας ακούσουν και μας περάσουν για σπείρα. Η σπείρα των Ηλιθίων. Η Μπέμπα γιατί ήταν μέσα; «Μα για σωματική βλάβη φυσικά!», είπε ο Dexter. «Ποιον έδειρε;?», είπα μη ξέροντας αν πρέπει να γελάσω ή να κλάψω από απελπισία. «Τον δάσκαλο του ΚουμΦού! Τον έπιασε στα πράσα με τον γυμναστή του TRX!». Την ώρα της αφήγησης ακούστηκε από το βάθος «Αφήστε με! Γελοία υποκείμενα! Ζώα! Γελοίοι!» - ήταν ξεκάθαρα η Ρούνι-ρούνι. Τι έγινε πάλι; Αναρωτήθηκα! Την ειδοποίησαν ότι σε πιάσανε κι ήρθε να σε υπερασπιστεί. Είπε ο Dexter. Αλλά επειδή μπήκε βρίζοντας και μούντζωσε τον Αξιωματικό, τη βάζουν μέσα. Μάλιστα…

Ήμασταν όλοι μουτρωμένοι εκτός από τον Αρχαιοκάπηλο. «Καλά ε; Η φωτογραφία που με έβγαλαν γαμεί! Κοίτα! Κρατάω και ταμπέλα με τον αριθμό μου! Θα τη βάλω facebook!». Πριν προλάβουμε να πούμε άλλη κουβέντα, κι ενώ εγώ ήμουν ακόμη μεθυσμένη, ακούω από μακριά την τσιρίδα της Ντράνα. «Τσόφλια! Τσόφλια!», φώναζε κι εκείνη. Ωχ! Βρίζει κι εκείνη τους μπάτσους…σκέφτηκα. Αλλά όχι, εκείνη είχε πιάσει από το αφτί τους Ρούληδες και τους είχε σούρει στην αστυνομία, επειδή έριξαν ποτό στο hermes της.


Όλοι βρεθήκαμε στο ίδιο κελί για λίγες ώρες. Εκτός από τη Τζεν-τζέν. Εκείνη ήταν κρατούμενη στη μια και μοναδική φυλακή Αυτού που Συμπαθούμε Όλοι…