Ήταν ξημερώματα Πέμπτης
όταν ο Αρχαιοκάπηλος τελείωσε τη μεταφορά δύο αμφορέων, που εντοπίστηκαν στη θάλασσα
λίγο έξω από τη Θήρα και μεταφέρθηκαν με μεγάλη εμπιστευτικότητα στον Πειραιά,
κρυμμένα μέσα σε μια δεξαμενή πετρελαίου. Όλες οι υποψίες κινήθηκαν από το
γεγονός ότι κανείς δεν αγοράζει πλέον πετρέλαιο, οπότε οι Αρχές έκαναν έφοδο κι
ανακάλυψαν την αρχαιοκαπηλία. Τον συνέλαβαν ύστερα από άγρια καταδίωξη και τον
οδήγησαν στο Αστυνομικό Τμήμα με χειροπέδες, όπου και κρατήθηκε για αρκετές ώρες.
Την ίδια στιγμή,
εγώ γυρνούσα από ξέφρενο degustation. «Να χρησιμοποιείτε το πτυελοδοχείο!», μας
είχαν πει πολλές φορές. Ωστόσο, σκεφτόμουν ότι είναι τόσο κρίμα να φτύνεις ένα
καλό κρασί, σαν εκείνο που είχα δοκιμάσει- όπως και τα προηγούμενα 10 που είχα
δοκιμάσει πριν από αυτό. Σχεδόν στα τέσσερα πλησίασα το αυτοκίνητό μου και
προσπάθησα να το ξεκλειδώσω με εκείνο το δαιμονισμένο κοντρολάκι. Το πατούσα
ξανά και ξανά, όμως με είχε εγκαταλείψει, όπως όλα έδειχναν. Πέρασε αρκετή ώρα
κι έκανε κρύο. Δε γινόταν να περιμένω άλλο, έπρεπε να μπω στο αυτοκίνητο κι έτσι
αποφάσισα να το ξεκλειδώσω με το κλειδί. Ο συναγερμός ενεργοποιήθηκε, το αυτοκίνητο
άρχισε να στριγγλίζει. Ποτέ ξανά ο συναγερμός του αυτοκινήτου δεν ήταν τόσο
εκκωφαντικός.
«Κουράγιο, κάνε κουράγιο να φτάσεις μέχρι το
σπίτι…» έλεγα στον εαυτό μου. Τα αφτιά μου είχαν βουλώσει, δεν άκουγα τίποτα
παρά μόνο του «ίου-ίου-ίου» του συναγερμού. Επιπλέον, κατουριόμουν. Με τόσο
κρασί, ήταν απορίας άξιον πως δε τα είχα κάνει ακόμη επάνω μου. Εκείνη την ώρα
με κυνηγούν οι αστυνόμοι ΔΙΑΣ αλλά ούτε τους βλέπω ούτε τους ακούω. Αντιθέτως
επιταχύνω με σκοπό να φτάσω κάπου όπου μπορώ να κατουρήσω και να πάψω να ακούω
τη διαολεμένη σειρήνα. Ξάφνου αντιλαμβάνομαι ότι βρίσκομαι σε καταδίωξη. Είχα
τρεις σημαντικούς λόγους να τρέξω ακόμη περισσότερο και κανέναν να σταματήσω. Πρώτον,
δεν είχα μαζί μου ταυτότητα. Που σημαίνει, ότι θα με περνούσαν για κλέφτη
αυτοκινήτων. Το αυτόφορο το είχα στο τσεπάκι μέχρι να γίνει η εξακρίβωση στοιχείων.
Δεύτερον, αν μου έκαναν αλκοοτέστ, το αυτόφωρο θα ήταν μόνο η αρχή. Και τρίτον,
αν σταματούσα σε εκείνο το σημείο, θα ήμουν και καταδιωγμένη που πιάστηκε = looser και φυλακισμένη, αλλά και κατουρημένη σίγουρα.
Έφτασα αγκομαχώντας
στο σπίτι της Ζωζώς. Ο Dik με φυγάδευσε αμέσως στην τουαλέτα και βγήκε
να εξηγήσει στην αστυνομία γιατί δεν είχα σταματήσει. Με περίμεναν να κατουρήσω
κι ύστερα με συνέλαβαν. Προς έκπληξή μου βρέθηκα στο ίδιο κελί με τον Αρχαιοκάπηλο.
Ήμουν πολύ φοβισμένη, ενώ αυτός εντελώς cool. Θα τους λαδώσω όλους κι αύριο το πρωί θα είμαστε έξω, μη φοβάσαι είπε.
Λίγο μετά εμφανίστηκε
ο Dexter με φαγητό και τσιγάρα. Ήταν όλοι μέσα στο
κόλπο. «Συνέλαβαν και τη Μπέμπα», είπε χαμηλόφωνα για να μη μας ακούσουν και μας
περάσουν για σπείρα. Η σπείρα των Ηλιθίων. Η Μπέμπα γιατί ήταν μέσα; «Μα για
σωματική βλάβη φυσικά!», είπε ο Dexter. «Ποιον έδειρε;?»,
είπα μη ξέροντας αν πρέπει να γελάσω ή να κλάψω από απελπισία. «Τον δάσκαλο του
ΚουμΦού! Τον έπιασε στα πράσα με τον γυμναστή του TRX!». Την ώρα της αφήγησης ακούστηκε από το βάθος «Αφήστε με! Γελοία υποκείμενα!
Ζώα! Γελοίοι!» - ήταν ξεκάθαρα η Ρούνι-ρούνι. Τι έγινε πάλι; Αναρωτήθηκα! Την
ειδοποίησαν ότι σε πιάσανε κι ήρθε να σε υπερασπιστεί. Είπε ο Dexter. Αλλά επειδή μπήκε βρίζοντας και μούντζωσε τον
Αξιωματικό, τη βάζουν μέσα. Μάλιστα…
Ήμασταν όλοι
μουτρωμένοι εκτός από τον Αρχαιοκάπηλο. «Καλά ε; Η φωτογραφία που με έβγαλαν
γαμεί! Κοίτα! Κρατάω και ταμπέλα με τον αριθμό μου! Θα τη βάλω facebook!». Πριν προλάβουμε να πούμε άλλη κουβέντα, κι ενώ
εγώ ήμουν ακόμη μεθυσμένη, ακούω από μακριά την τσιρίδα της Ντράνα. «Τσόφλια!
Τσόφλια!», φώναζε κι εκείνη. Ωχ! Βρίζει κι εκείνη τους μπάτσους…σκέφτηκα. Αλλά όχι,
εκείνη είχε πιάσει από το αφτί τους Ρούληδες και τους είχε σούρει στην αστυνομία,
επειδή έριξαν ποτό στο hermes της.
Όλοι βρεθήκαμε
στο ίδιο κελί για λίγες ώρες. Εκτός από τη Τζεν-τζέν. Εκείνη ήταν κρατούμενη
στη μια και μοναδική φυλακή Αυτού που Συμπαθούμε Όλοι…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου