Tέλη Απρίλη κι ήταν Πανσέληνος, ή
για την ακρίβεια μια ημέρα μετά την Πανσέληνο κι ίσως αυτό τα εξηγούσε όλα. Ήμασταν
μια περίεργη παρέα όπου της λείπανε οι μισοί. Ο Tony χωρίς τον Αρχαιοκάπηλο, ο Laza χωρίς τον Original, εμείς, χωρίς τη Ρούνι-Ρούνι ή τη Μπέμπα, αλλά με
τη Φού που ήρθε εκ Γαλλίας. Στα decks ο Ντεβίτο με την
Ντεβίτενα, πίσω από τη μπάρα η Μπατονέτα, ο Χόρχε και ο G.P.P. Άμα σου λέω, ήταν αλλοπρόσαλλη βραδιά. Κι όχι
επειδή δε μου καθόταν το μαλλί ή κάτι τέτοιο, αλλά γιατί ήξερα από πριν τι πρόκειται
να συμβεί. Το είχα φανταστεί μέσα στο κεφάλι μου αμέτρητες φορές και περίμενα
καρτερικά να γίνει πραγματικότητα. Και ιδού το ερώτημα… Γιατί είμαστε όλοι
κρυφομαζόχες και θέλουμε να βρισκόμαστε μπροστά σε γεγονότα και καταστάσεις που
μας τσαντίζουν ή μας πληγώνουν ή έστω, μας ενοχλούν.
Η Ντράνα περπατάει
καμαρωτή μπρός, ακολουθώ εγώ, πίσω μου η Φού. Ευτυχώς που πήγαινε η μια μπροστά
κι η άλλη πίσω, γιατί αν είχα λιποθυμίσει ποιος θα με έπιανε; Ενώ η Ντράνα έχει
αναπτύξει ταχύτητα και φουριόζα κατευθύνεται προς το βάθος, όπου και θα πηγαίναμε
να πιάσουμε χώρο για τους υπόλοιπους, ξάφνου φρενάρει, γυρίζει το κεφάλι 90 μοίρες,
γουρλώνει τα μάτια. Δεν χρειάστηκε καν να μιλήσει και ο κακός λύκος μπαίνει στο
οπτικό μου πεδίο. Μάλιστα… κι έλεγα ότι πετάει το μάτι μου σήμερα. Όμως ήξερα από
την αρχή ότι δεν είναι σαν τις άλλες τυχαίες συναντήσεις μας, αυτή τη φορά υπήρχε
κάτι δυσάρεστο στην ατμόσφαιρα. Η αλάνθαστη διαίσθησή μου επιβεβαιώθηκε, αφού
για πρώτη φορά στα χρονικά, ο Κακός Λύκος με χαιρέτησε από 2 μέτρα απόσταση
σχεδόν και βιαστικά πήγε προς την παρέα του. Δεν ήθελε και πολύ για να καταλάβεις
ότι βρισκόταν με τη γκόμενα. «Α, είναι επίσημο για να έρχονται εδώ μαζί!», σκέφτηκα,
αφού τόσους μήνες που καταζητείται και είναι άφαντος, κανείς ποτέ δεν ανέφερε κάτι
για γκόμενα. «Δεν ήταν γραφτό!», λέει η ρομαντική Φού.
Επιστρέφουμε στους
έξω να τους πούμε για μέσα και αποφασίζουμε να καθυστερήσουμε λίγο την είσοδο,
μέχρι να επιβεβαιώσει ο πλησιέστερος καρδιολόγος και νευρολόγος ότι είμαι καλά.
Εγώ το είπα ότι είμαι πολύ καλά και δεν με νοιάζει καθόλου, αλλά διέκρινα μια
αμφιβολία στα μάτια τους. Μα πραγματικά, γιατί να με νοιάζει ή να με πειράζει; «Όχι,
δεν ταράχτηκα καθόλου… Ήθελα να ρίξω μια μπουνιά, αλλά ήταν μια στιγμιαία σκέψη,
πέρασε τώρα!», εξήγησα. Ψέματα, δε θα πω, ήθελα να ρίξω μια μπουνίτσα, αλλά δεν
είμαι σίγουρη γιατί. Μάλλον επειδή δεν έχω καλή αίσθηση του χρόνου; Μήπως επειδή
έχω τη μανία του Κριού που θέλει να είναι πάντα στην 1η θέση/προτερεότητα/επιλογή
;
«Θέλεις να πάμε μέσα;»,
είπε συνωμοτικά η Ντράνα. «Γιατί; Για να τους καμαρώνω;», είπα με απόλυτη
ειλικρίνεια. Οι γυναίκες δεν έχουμε καθόλου καταλάβει τι μας κάνει κακό και τι όχι. Τι νόημα έχει να πας να
μπαστακωθείς και να τον κοιτάς με μια άλλη ενώ μπορείς να πιείς το ποτάκι σου
χωρίς να τους βλέπεις. Τι διαλέγεις; Οι περισσότερες το πρώτο, σόνι και ντε να τους
φάνε στη μάπα για να τις πιάσει εκνευρισμός ή τίποτα χειρότερο. Τελικά πήγαμε μέσα
βέβαια, αλλά όχι γιατί ήθελα να τους βλέπω…. Απλώς γιατί μπορούσα και να είμαι
μέσα και να μην τους δίνω σημασία!
Έτσι λοιπόν, η ιστορία με τον κακό λύκο έληξε δια παντός άδοξα
και λίγο αδιάφορα, αφού στην πραγματικότητα και μη γελιόμαστε, ένας Κριός δεν
θα σταματούσε να διεκδικεί κάτι επειδή το έχει κάποιος/α άλλος/η. Το κάνει μόνο
όταν το αντικείμενο του πόθου δεν τον ενδιαφέρει πια. Για τον εγωισμό ωστόσο,
προτείνω ανεπιφύλακτα ένα δυαντό τζιν τόνικ!
xoxo