Όλα ξεκίνησαν ένα τράτζικ φθινοπωρινό ξημέρωμα στα Εξάρχεια… (Σεπτέμβριος,2010 - Ιανουάριος 2014)

20130427

Άκρως αποκαλυπτικό


Tέλη Απρίλη κι ήταν Πανσέληνος, ή για την ακρίβεια μια ημέρα μετά την Πανσέληνο κι ίσως αυτό τα εξηγούσε όλα. Ήμασταν μια περίεργη παρέα όπου της λείπανε οι μισοί. Ο Tony χωρίς τον Αρχαιοκάπηλο, ο Laza χωρίς τον Original, εμείς, χωρίς τη Ρούνι-Ρούνι ή τη Μπέμπα, αλλά με τη Φού που ήρθε εκ Γαλλίας. Στα decks ο Ντεβίτο με την Ντεβίτενα, πίσω από τη μπάρα η Μπατονέτα, ο Χόρχε και ο G.P.P. Άμα σου λέω, ήταν αλλοπρόσαλλη βραδιά. Κι όχι επειδή δε μου καθόταν το μαλλί ή κάτι τέτοιο, αλλά γιατί ήξερα από πριν τι πρόκειται να συμβεί. Το είχα φανταστεί μέσα στο κεφάλι μου αμέτρητες φορές και περίμενα καρτερικά να γίνει πραγματικότητα. Και ιδού το ερώτημα… Γιατί είμαστε όλοι κρυφομαζόχες και θέλουμε να βρισκόμαστε μπροστά σε γεγονότα και καταστάσεις που μας τσαντίζουν ή μας πληγώνουν ή έστω, μας ενοχλούν.

Η Ντράνα περπατάει καμαρωτή μπρός, ακολουθώ εγώ, πίσω μου η Φού. Ευτυχώς που πήγαινε η μια μπροστά κι η άλλη πίσω, γιατί αν είχα λιποθυμίσει ποιος θα με έπιανε; Ενώ η Ντράνα έχει αναπτύξει ταχύτητα και φουριόζα κατευθύνεται προς το βάθος, όπου και θα πηγαίναμε να πιάσουμε χώρο για τους υπόλοιπους, ξάφνου φρενάρει, γυρίζει το κεφάλι 90 μοίρες, γουρλώνει τα μάτια. Δεν χρειάστηκε καν να μιλήσει και ο κακός λύκος μπαίνει στο οπτικό μου πεδίο. Μάλιστα… κι έλεγα ότι πετάει το μάτι μου σήμερα. Όμως ήξερα από την αρχή ότι δεν είναι σαν τις άλλες τυχαίες συναντήσεις μας, αυτή τη φορά υπήρχε κάτι δυσάρεστο στην ατμόσφαιρα. Η αλάνθαστη διαίσθησή μου επιβεβαιώθηκε, αφού για πρώτη φορά στα χρονικά, ο Κακός Λύκος με χαιρέτησε από 2 μέτρα απόσταση σχεδόν και βιαστικά πήγε προς την παρέα του. Δεν ήθελε και πολύ για να καταλάβεις ότι βρισκόταν με τη γκόμενα. «Α, είναι επίσημο για να έρχονται εδώ μαζί!», σκέφτηκα, αφού τόσους μήνες που καταζητείται και είναι άφαντος, κανείς ποτέ δεν ανέφερε κάτι για γκόμενα. «Δεν ήταν γραφτό!», λέει η ρομαντική Φού.

Επιστρέφουμε στους έξω να τους πούμε για μέσα και αποφασίζουμε να καθυστερήσουμε λίγο την είσοδο, μέχρι να επιβεβαιώσει ο πλησιέστερος καρδιολόγος και νευρολόγος ότι είμαι καλά. Εγώ το είπα ότι είμαι πολύ καλά και δεν με νοιάζει καθόλου, αλλά διέκρινα μια αμφιβολία στα μάτια τους. Μα πραγματικά, γιατί να με νοιάζει ή να με πειράζει; «Όχι, δεν ταράχτηκα καθόλου… Ήθελα να ρίξω μια μπουνιά, αλλά ήταν μια στιγμιαία σκέψη, πέρασε τώρα!», εξήγησα. Ψέματα, δε θα πω, ήθελα να ρίξω μια μπουνίτσα, αλλά δεν είμαι σίγουρη γιατί. Μάλλον επειδή δεν έχω καλή αίσθηση του χρόνου; Μήπως επειδή έχω τη μανία του Κριού που θέλει να είναι πάντα στην 1η θέση/προτερεότητα/επιλογή ;

«Θέλεις να πάμε μέσα;», είπε συνωμοτικά η Ντράνα. «Γιατί; Για να τους καμαρώνω;», είπα με απόλυτη ειλικρίνεια. Οι γυναίκες δεν έχουμε καθόλου καταλάβει τι μας κάνει κακό  και τι όχι. Τι νόημα έχει να πας να μπαστακωθείς και να τον κοιτάς με μια άλλη ενώ μπορείς να πιείς το ποτάκι σου χωρίς να τους βλέπεις. Τι διαλέγεις; Οι περισσότερες το πρώτο, σόνι και ντε να τους φάνε στη μάπα για να τις πιάσει εκνευρισμός ή τίποτα χειρότερο. Τελικά πήγαμε μέσα βέβαια, αλλά όχι γιατί ήθελα να τους βλέπω…. Απλώς γιατί μπορούσα και να είμαι μέσα και να μην τους δίνω σημασία!

Έτσι λοιπόν,  η ιστορία με τον κακό λύκο έληξε δια παντός άδοξα και λίγο αδιάφορα, αφού στην πραγματικότητα και μη γελιόμαστε, ένας Κριός δεν θα σταματούσε να διεκδικεί κάτι επειδή το έχει κάποιος/α άλλος/η. Το κάνει μόνο όταν το αντικείμενο του πόθου δεν τον ενδιαφέρει πια. Για τον εγωισμό ωστόσο, προτείνω ανεπιφύλακτα ένα δυαντό τζιν τόνικ!

xoxo 

20130408

The "Who am I" issue


Βγήκαμε για ένα χαλαρό Κυριακάτικο ποτάκι στο γνωστό μέρος, με Tony, Αρχαιοκάπηλο, Ρούληδες, τη Μπέμπα και τη Τζέν-τζέν. Οι Κυριακές έχουν χάσει τη λάμψη τους, από τότε που εισέβαλλε στο πρόγραμμα εκείνος ο τύπος που υποτίθεται κάνει stand up comedy. Προβληματισμένη για την απροσδόκητη απογευματινή παρολίγο συνάντηση (βλέπε εδώ: http://alexiazed.blogspot.gr/2013/04/he-unexpected-encounter.html ) είχα πιάσει το μελόδραμα στη Τζέν-τζέν με πακέτο όλα τα υπαρξιακά μου. «Θα είμαστε ποτέ ευτυχισμένες πάλι ή θα πεθάνουμε μέσα στην κρίση;» και «Πότε θα ξαναείμαι όπως ήμουν στην Τουλούζ; Πότε θα γίνει κάτι τόσο συναρπαστικό ξανά;» και «πότε θα πάμε στην Κούβα;», αλλά και το αιώνιο αναπάντητο ερώτημα «Γιατί εξαφανίζονται μερικοί άνθρωποι από τη ζωή μας ξαφνικά;». Η Τζέν-τζέν ήταν και είναι αισιόδοξη «και η κρίση θα περάσει κι όλα καλά θα είναι και στην Κούβα θα πάμε», όχι τόσο αισιόδοξη όμως, «αλλά ευτυχισμένες, δυστυχώς, δε βλέπω να ξανα’μαστε τώρα κοντά… Ίσως μόνο όταν θα έχουμε παιδιά…». Τέλεια! Φοβερή διάθεση για να ξεκινήσει το βράδυ. Ειδικά όταν έχεις μόλις αποφασίσει ότι μάλλον δεν θα κάνεις παιδιά.

Η Τζέν-τζέν, όταν τη ρώτησα «πότε ήταν η πιο ευτυχισμένη περίοδος της ζωής της ως τώρα», μου ανέφερε «στιγμές»¨και όχι περιόδους. Σίγουρα τότε είναι πιο εύκολο να είσαι ευχαριστημένος, γιατί καλές στιγμές έρχονται και φεύγουν και ξανάρχονται. Περίοδοι ολόκληρες δύσκολα θα έρθουν ξανά. Δεν είχα τρελό κέφι, ήταν κι αυτός ο ατάλαντος on stage… Και ξάφνου περάσαμε  σε άλλη διάσταση...Η απάντηση στα ερωτήματά μου ήρθε σαν από μηχανής Θεός.

Είχα να τις δω 8 χρόνια. Ήμασταν συμμαθήτριες στο Φροντιστήριο, στις δύο τελευταίες τάξεις του Λυκείου. Δεν πίστευα στα μάτια μου, πως βρέθηκαν αυτές εδώ; Γιατί δεν τις έχω δει ποτέ τόσα χρόνια; Και τι νέα να πεις μετά από 8 χρόνια; Από πού το αφήσατε και που είστε; Και τι σχέση είχες εσύ-η-τότε με την εσύ-η-τώρα; Όταν μιλάς με ανθρώπους που έρχονται από το παρελθόν, είναι σα να μιλάς σε άλλη γλώσσα. Εξαναγκάζεσαι να γίνεις για λίγο, όσο διαρκεί η συζήτηση τουλάχιστον, κάτι από αυτό που ήσουν όταν τους ήξερες και που δεν θυμάσαι να ήσουν. Αλλιώς δεν πρόκειται να συνεννοηθείς. Υποθέτω αυτό δεν πετυχαίνεται πάντα γι’αυτό λέμε «δεν είχαμε τίποτα να πούμε»…

Αφού λοιπόν θυμήθηκα λίγο από εμένα στο 2005, σε λιγότερο από 5 λεπτά, έγινα η «εγώ το καλοκαίρι του 2012» =επιστροφή από Γαλλία= κατάθλιψη και κρίσεις πανικού= εργασία στο Royal Sweet= άρνηση. Πίσω από την κολόνα ήταν μια συνάδελφος από το ξενοδοχείο-σταθμό στη ζωή μου. «Εσύ δεν έπρεπε να είσαι στην Τουλούζ;», με ρωτάει. «Εσύ δεν έπρεπε να είσαι στο Μονακό;», τη ρωτάω. Ωραία, σκέφτηκα, και των δυό μας τα όνειρα, στάχτη και μπούρμπερη…  Ναι, αν η ζωή είναι στιγμές κι αν ο κοινός παρανομαστής είναι η Ελλάδα, τότε σίγουρα σήμερα είμαι καλύτερα από το καλοκαίρι 2012.

«Ώρα είναι να ξεπεταχτεί και κανένας Γάλλος τώρα…» είπα στον εαυτό μου, σχεδόν με τρόμο για τα άτομα που είχα συναντήσει μέσα σε λιγότερο από 5 ώρες... Αλλά αυτό δεν συνέβη. Όχι εκείνο το βράδυ… Είναι πολύ ζωντανό ακόμη  για να γίνει ανάμνηση. Ευτυχώς ή δυστυχώς, είμαι ακόμα αυτή που ήμουν στην Τουλούζ, δεν έχω περάσει στην επόμενη φάση, με κάποιο περίεργο τρόπο, είναι σα να είμαι ακόμη εκεί, κι αυτό μου προκαλεί τη μη-δυνατότητα-στην ευτυχία…

Στο βάθος δεξιά στεκόντουσαν οι Ρούληδες, ο Αρχαιοκάπηλος και ο Tony και οι all time best friends Τζέν-τζέν και Μπέμπα. Τι κοιτάζω; Το μέλλον ή το μεταβατικό παρόν; Αυτοί θα μείνουν ή θα φύγουν; Και τι ρόλο θα παίξουν στην «περίοδο» που μάλλον κάπου τώρα ξεκινά;…