Φτάνοντας στις Σπέτσες θυμήθηκα που είχα έρθει μικρή σε αυτό
το μέρος, με τους γονείς μου. Τότε που
πίστευα ότι απέναντι, στην Κόστα, υπάρχουν Τούρκοι, και παράλληλα είχα πολλές πιθανότητες
να γίνω πριγκίπισσα μια μέρα. Αυτά σκεφτόμουν όταν κοιτούσα τις άμαξες, ζούσα
σε άλλη εποχή, στην κοσμάρα μου. Όταν
κοίταξα τις άμαξες, πλέον, έβλεπα τη θλίψη.
Τα άλογα με στεναχωρούσαν, με αυτές τις παρωπίδες στα μάτια, με την σπαστική κίνηση στο λαιμό όταν οι επιβάτες της άμαξας είναι
χοντρομπαλάδες. Έτσι είσαι/είμαστε όλοι;
Κάνουμε συνέχεια τις ίδιες διαδρομές, πάνω κάτω, για χρόνια, πάνω κάτω το δρόμο που ξέρουμε, γιατί φοβόμαστε ή βαριόμαστε να πάρουμε έναν άλλο. Είσαι/είμαστε όλοι δεμένος/οι με χαλινάρια, κατευθυνόμενοι
από κάποιο ή κάποιους άλλους με περισσότερη δύναμη, λεφτά ή και αρχίδια, ο οποίος σε καβαλάει και σε κάνει ό,τι θέλει, και εσύ, όπως όλοι, φοράς παρωπίδες, βλέπεις μόνο
το προφανές, αυτό που θα βρεθεί μπροστά σου, και δεν ξέρεις τι μπορεί να υπάρχει
γύρω σου. Αλλά πόσο κατευθυνόμενος είσαι και πόσο βολεύεσαι στο δρόμο που έχεις
πάρει; Κι αν δεν ήσουν εδώ/εκεί, που θα ήσουν; Υπάρχουν πλέον ελεύθερα άλογα;
Πλησίαζε κι η πανσέληνος και σαν άλογα κι εμείς, αφηνιάσαμε.
Πήραμε άλλο δρόμο από τον συνηθισμένο και καταλήξαμε σε ένα κουτούκι με live καραλάϊκα ελληνική
μουσική. Στο παλιό λιμανάκι συναντήσαμε
και δύο γνωστούς της Τζέν-τζέν, που κατέληξαν να μας κολλήσουν όπως οι βδέλες. (Με αυτούς θα ασχολιόμασταν την επόμενη ημέρα, αφότου καταλάβαμε οτι είναι βδέλες, γιατί αρχικά δε το ξέραμε )
Μα πως μας πέρασε απο το μυαλό; Πως βρεθήκαμε εκεί; Δε το είχαμε σκεφτεί ποτέ πριν, δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να βγούμε σε αυτό το μέρος κι όμως, κι όμως ξαναλέω,βρεθήκαμε σε άλλο δρόμο απο τον συνηθισμένο.
Μα πως μας πέρασε απο το μυαλό; Πως βρεθήκαμε εκεί; Δε το είχαμε σκεφτεί ποτέ πριν, δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να βγούμε σε αυτό το μέρος κι όμως, κι όμως ξαναλέω,βρεθήκαμε σε άλλο δρόμο απο τον συνηθισμένο.
Και να’σου η Στανίση, και δώσ’του η Δημητρίου και πάρε να’χεις
σούργελα συμμαθητές και γνωστούς του ίδιου κύκλου, με τη ρολεξάρα στη χερούκλα και
το κότερο παρκαρισμένο απ’έξω, να γλεντάνε τις Πολυτελείας τους, που
ανοιγκοκλείνουν πόδια και στόμα κάνοντας ότι γνωρίζουν τους στίχους και αυτοί να τις κερνάνε αβέρτα. Ο Mr.Boombastic,το άλλοτε αλτέρνατιβ σούπερ
γκομενάκι μας, να κατεβάζει ουίσκια να μπει στο κλίμα– γιατί άλλωστε είχε και 4 γκόμενες να τον
συνοδεύουν και φούντωνε σα το παγώνι. Μία
από τις Πολυτελείας σκύλιασε, σου λέει , τι σκατά έχει αυτός ο Χίπης που τις κυκλοφορεί
ανά τετράδες; Εντωμεταξύ, η Μπέμπα είχε
σκλαβώσει με το κούνημά της το 1ο Μπουζούκι, που δεν ξεκολλούσε τα μάτια από πάνω της κι
όλο κρυφογέλαγε- κι όλο κοκκίνιζε- κι όλο ξανακοίταζε κι η Μπέμπα τάχα μου
αδιάφορη συνέχιζε να κουνιέται στους ρυθμούς του μπουζουκιού του.
Η Ντράνα βρήκε ευκαιρία
να τραγουδήσει με τη ψυχή της, να βγάλει τον άλλο της εαυτό, θαρρείς πως η
τσιρίδα της θα ακουγόταν μέχρι τη Δανία. "Πιάσ'τη βάφλαααα και άσε τον καράφλααααα"... Η δική μου η φωνή έκλεισε. Γιατί όπως έχουμε ξαναπεί σε αυτό το blog, όλες κρύβουμε μέσα μας ένα
μπουζουκοbaby. Εντυπωσιάστικα που ήξερα τόσους στίχους απο τραγούδια που δεν ακούω ποτέ. Είναι το λεγόμενο "κλύσμα". Δε θες, αλλά όλο και κάπου θα το ακούσεις. Κι επανάληψη στην επανάληψη, λίγο το ποτό και λίγο το άρωμα Ελλάδας, θα το χορέψεις στο τέλος...
Γυρίσαμε κακήν κακώς τα ξημερώματα, αφού η Τζέν-τζέν μας έπιασε από το αφτί για να μας πάει πίσω. Εγώ δε, δεν ξεκολλούσα με τίποτα απο την πίστα, μη χειρότερα! Ο Mr.Boombastic είχε χαθεί κάπου στο δρόμο, αλλά δεν τον έψαξε κανείς. Είχε λεφτά μαζί του, μεγάλο παιδί ήταν, γκόμενός μας δεν ήταν. Έπεσα ξερή στο κρεβάτι, με τη μούρη βαθιά μέσα στο μαξιλάρι…δε με βασάνιζε καμία απολύτως σκέψη, ήμουν ένα ελεύθερο άλογο και τίποτα άλλο. Μέχρι που ξαναξύπνησα…Και δεν αναγνώριζα τον εαυτό μου στον καθρέπτη!
Γυρίσαμε κακήν κακώς τα ξημερώματα, αφού η Τζέν-τζέν μας έπιασε από το αφτί για να μας πάει πίσω. Εγώ δε, δεν ξεκολλούσα με τίποτα απο την πίστα, μη χειρότερα! Ο Mr.Boombastic είχε χαθεί κάπου στο δρόμο, αλλά δεν τον έψαξε κανείς. Είχε λεφτά μαζί του, μεγάλο παιδί ήταν, γκόμενός μας δεν ήταν. Έπεσα ξερή στο κρεβάτι, με τη μούρη βαθιά μέσα στο μαξιλάρι…δε με βασάνιζε καμία απολύτως σκέψη, ήμουν ένα ελεύθερο άλογο και τίποτα άλλο. Μέχρι που ξαναξύπνησα…Και δεν αναγνώριζα τον εαυτό μου στον καθρέπτη!