Τις τελευταίες
μου εξόδους τις είχα μισήσει και δεν ήμουν η μόνη. Η Μπέμπα κι εγώ είχαμε πλέον
ξενερώσει τη ζωή μας. Μπαίναμε μέσα στο μπαρ, υποκρινόμενες ότι πρόκειται να
περάσουμε ωραίες στιγμές όπως παλιά. Στα δέκα λεπτά η ελπίδα είχε χαθεί. Και επάνω
στο τέταρτο, στρίγγλιζα «Ποιοι είναι όλοι αυτοί;», με μια αγανάκτηση που ποτέ
δεν έχω νιώσει ξανά. Είναι σα να μπαίνεις σπίτι σου με χαρά και ξαφνικά να
αντικρίζεις ένα σωρό αγνώστους, να πίνουν από το καφέ
σου και να τρώνε από το κέηκ σου. Να κάθονται με τις κωλάρες τους στους καναπέδες
που χρόνια τώρα έχεις επενδύσει, σφηνάκι-το-σφηνάκι. «Ποιοι είναι όλοι αυτοίιιιιιιιιι;»
τσίριξα άλλη μια φορά κι έφυγα, δίχως να παραγγείλω.
Στη δεύτερη απόπειρα
εξόδου, πήρα ένα ποτήρι κρασί. Κοίταζα γύρω μου, το μάτι γυάλιζε όπως τα ανυπόμονα
κοριτσάκια στα ιαπωνέζικα μάνγκα. Ήλπιζα ότι κάπου θα δω ένα γνωστό πρόσωπο. Όχι
ένα συγκεκριμένο, αλήθεια σας το λέω, το ορκίζομαι σε ό,τι έχω ιερό. Δεν έψαχνα
κάποιον συγκεκριμένο. Αλλά μόνο έναν γνωστό. Μια γνωστή φάτσα. Έναν από τους παλιούς
θαμώνες. Έστω, κάποια αντιπαθητική συμμαθήτρια που κατά καιρούς θα συναντούσαμε
εκεί μέσα.
«Ποιοι είναι όλοι
αυτοί;», αναρωτήθηκα και πάλι. Που πήγαν οι γνωστοί; Που πήγαν όλοι εκείνοι οι άνθρωποι
που γνωρίζαμε; Που πάνε και δε τους βλέπουμε ποτέ; Που είναι οι λόκαλς; Η Μπέμπα
συμφώνησε. Υπήρχε μια σκοτεινή σκευωρία πίσω από όλο αυτό το χάος. Όπως όταν έχεις
πάθει αμνησία και δε θυμάσαι ούτε ποιος είσαι και νιώθεις αμήχανα και απελπισία
που δεν αναγνωρίζεις κανένα πρόσωπο. Έτσι κι εμείς, δεν αναγνωρίζαμε κανέναν. Ξένο
σώμα. Να έχουν μπατιρίσει όλοι αποκλείεται, άρα; Κάπου αλλού μαζεύονται. Αλλά
που; Και άραγε, είναι όλοι μαζί;
Που είναι ο Πρόεδρος
και η Thinkerbell? Που είναι ο Mr.Green Eyes, η miss Kanela, η Κλανίτσα… Που είναι ο Οέο και ο Μarco; Που πήγαν η μικρή μουσούδα; Και που στο καλό κρύβονται οι Ρούληδες;
Πάνω στην ώρα ήρθε
ένα κλιμάκιο από Ρούληδες, ποτισμένοι σίγουρα από Λεξοτανίλ. Ούτε τα μπουφάν τους
δεν έβγαλαν κι έφυγαν. Ο LovaLova από τότε που έκοψε το κάπνισμα – πάει καιρός- δεν κουνάει πιά τόσο ρυθμικά τους
ώμους. Ο Tony…αχ αυτός ο Tony. Όλη μέρα σπίτι, έτρωγε παγωτό και δεν ήταν από ερωτική απογοήτευση, αλλά από…
αμυγδαλές. Η Μεταλλαγμένη (Τζέν-τζέν) ούτε τολμούσε να πατήσει το πόδι της χωρίς
τη συνοδεία Αυτού που Συμπαθούμε Όλοι και οι Dicks απολάμβαναν τη νέα τους φωλίτσα, σπάνια τους βλέπαμε πια.
Ήπια το κρασί μονοκοπανιά κι έδειξα στη Μπέμπα την πόρτα της εξόδου. «Έχουμε βαλτώσει»,
είπε η Μπέμπα, ενώ άνοιγε το βήμα για να απομακρυνθεί όσο το δυνατό ταχύτερα από
το άγνωστο μέρος. Στο αποκορύφωμα αυτού του δράματος, να σημειωθεί πως ούτε καν
η Κουτσομπόλα ήταν πια εκεί. Μάλιστα. Η Κουτσομπόλα, που δεν έλειπε ποτέ και
δεν της ξέφευγε ποτέ τίποτα, είχε φύγει από το pere ubu δια παντός. Λες να ήταν με όλους τους άλλους;
Λές κι η εκείνη να ήταν στο άλλο μέρος που εμείς δε γνωρίζαμε;
Κι έτσι περάσαμε απο το "Ποιοι είναι όλοι αυτοί;" στο "Που είναι όλοι οι άλλοι;"...