Ήταν Παρασκευή βράδυ,
η ώρα 9 κι εγώ τύφλα, έχοντας κιόλας ολοκληρώσει το degustation κρασιού της εβδομάδας. Η αγάπη μου για το κρασί είχε φουντώσει, μαζί με τα
κατακόκκινα μάγουλα και αφτιά. «Ώρα είναι να με σταματήσουν για αλκοτέστ», σκέφτηκα
καθώς οδηγούσα προς το χώρο της δεξίωσης. Είχα χάσει τη βάπτιση, όμως σίγουρα
δε θα έχανα το γλέντι. Ξαφνικά, οι γάμοι και τα βαφτίσια είχαν αρχίσει να
αποτελούν μέρος της διασκέδασης. Ύστερα από χρόνια απουσία τέτοιων προσκλήσεων,
άρχισαν να μας καλούν σχεδόν κάθε εβδομάδα σε τέτοιου είδους κοινωνικά γεγονότα!
Κάποτε ήμασταν
παιδιά κι οι γονείς μας, μας έσουρναν στα διάφορα γλέντια γάμων κ.λπ.. Ύστερα ήρθε
ο καιρός της αγρανάπαυσης. Να που τώρα, βρεθήκαμε στην ηλικία που ήρθε η σειρά
των δικών μας να τελούν μυστήρια και πάρτι με θέμα… τη δημιουργία οικογένειας. Η
δική μου οικογένεια, συνέχιζε να αποτελείται από τους αγαπημένους μου φίλους. Ένα
τραπέζι από ευτυχισμένα μπακούρια κι η καλόγρια μαζί, εκείνη που κάποτε λέγαμε «Τζέν-τζέν».
Η «Μεταλλαγμένη» - έτσι θα τη λέμε για τα επόμενα επεισόδια, καθόταν στην άκρη
του τραπεζιού, με τη γωνία να της κόβει τα σωθικά. Το σκουλαρίκι της έκλεβε την
παράσταση. Ένα μαύρο μακρόστενο παλιολιθικό πράμα με κουμπιά και πράσινη – αν έχεις
το θεό σου- οθόνη. «Μπαίνει σε πρήζα ή το φορτίζεις με πετρέλαιο;», τη ρώτησα
μισομεθυσμένη. Το κινητό-σκουλαρήκι γινόταν και βραχιόλι ενίοτε. Αφού όταν δε
το κρατούσε στο αφτί, φρόντιζε να το κρατάει σφιχτά στα χέρια. Να το τσεκάρει
πιο γρήγορα απ’ο,τι άλλαζε τραγούδια ο Ντί Τζέι. Όλοι ένιωθαν έναν εκνευρισμό,
αφού κάθε λίγο πεταγόταν σαν από ηλεκτροσόκ. Κάτι τη βασάνιζε. Κάποιος την
τυραννούσε… Ποιος; Ποιος; Αυτός που Συμπαθούνε Όλοι!
-
Θα φύγω! Είπε για εκατοστή φορά.
-
Τι; Μη μου πεις ότι θα έρθει πάλι Αυτός που Συμπαθούμε Όλοι;
-
Ναι! Θα έρθει να με πάρει να μιλήσουμε…
-
Μα… αφού μιλάτε ήδη όση ώρα είμαι εδώ! Δεν έχετε σταματήσει να μιλάτε!
Οι απορίες μου δε
λύθηκαν. Ξαφνικά, πήρε το μάτι μου μια περίεργη σκιά να τρέχει πίσω από τους θάμνους,
κοντά στα βράχια. Ήταν Αυτός που Συμπαθούμε Όλοι; Έτσι σκέφτηκα. Θα είχε έρθει από
γύρω-γύρω με στολή δύτη και παρακολουθούσε σιωπηλά. Από τότε που βρέθηκαν οι
αδιάβροχες θήκες για τα κινητά, χάλασε ο κόσμος.
Οι συζητήσεις γύρω
από το τραπέζι ήταν εκείνες που γίνονται πάντα σε τέτοιες περιστάσεις. «Πωπω!
Τι νέα κι όμορφη η πεθερά!». Και «αχ! Τι αγαπημένο ζευγάρι!» και «άχου γλυκούλης
ο Μπέμπης… Έκλαψε; - Όχι δεν έκλαψε- Αχ! Τι γλυκούλι!».
Ήπια κι άλλο κρασί.
Ζαλίστηκα και πέρασα το κινητό της Μεταλλαγμένης για πετσέτα. Πρώτα το έφτυσα
κι ύστερα φύσηξα τη μύτη μου επάνω του. «Αααα! Τι κάνεις!!! Θα τραβήξει υγρασία!
Και τι θα κάνω εγώ μετά χωρίς το κινητό μουουουουου!!!!», τσίριξε υστερικά.
Και τότε, ξαφνικά,
ο Barney σηκώνεται στην πίστα κι αρχίζει να χορεύει
αισθησιακά βγάζοντας πρώτα τα παπούτσια και μετά τις κάλτσες. «Βγάλε τη μπλούζαααα!»
άρχισα να ζητωκραυγάζω ξεχνώντας τελείως ότι Αυτός που Συμπαθούμε Όλοι ήταν
κρυμμένος πίσω από τους θάμνους. Μέχρι να το συνειδητοποιήσω και να γυρίσω το
κεφάλι προς το τραπέζι ξανά, η Μεταλλαγμένη είχε εξαφανιστεί…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου