Όλα ξεκίνησαν ένα τράτζικ φθινοπωρινό ξημέρωμα στα Εξάρχεια… (Σεπτέμβριος,2010 - Ιανουάριος 2014)

20130708

Spetses vol 5 –Stavedo στη μέση του πουθενά!


Όλο το βράδυ ήταν μια μάταιη βόλτα από τη μια άκρη του παλιού λιμανιού στην άλλη, τον LovaLova και τη Μπέμπα να χάνονται πίσω από τις στροφές με βάδην ταχύ, τον Καλικάτζαρο να κοιτάει τη Τζέν-τζέν μέσα στα μάτια, το φίλο του να φιλοσοφεί μόνος κοιτάζοντας τον ορίζοντα, τη Ντράνα να νυστάζει και να μην αντέχει άλλο. Η Τζέν-τζέν δεν ενέδωσε στον καλικατζαρο-έρωτα, ο LovaLova και η Πολυτελείας τελείωσαν πριν καν αρχίσουν όσο για τη Μπέμπα, σίγουρα το 1ο μπουζούκι της έπεφτε λίγο, άλλωστε εκείνη είχε πάντα κατακτήσεις από μουσικούς, αλλά με διεθνή καριέρα. Τι να της κάνει ένα μπουζούκι στις Σπέτσες! Εγώ συνέχιζα να αναρωτιέμαι, γιατί ο κόσμος είναι ξενέρωτος; Γιατί δεν υπάρχει φλερτ στην ατμόσφαιρα; Γιατί είναι όλοι μίζεροι, κακόκεφοι, ψευτοχαμογελήδες; Γιατί δε χορεύουν; Γιατί βγαίνουν από το σπίτι τους αν δεν έχουν όρεξη στην τελική! 

«Μίλα για τον εαυτό σου!», είπε για άλλη μια φορά η Μπέμπα. Μήπως πράγματι εγώ είχα το πρόβλημα; Μα τι κάνω λάθος; Όταν γυρίσαμε στο δωμάτιο η Ντράνα άρχισε να αραδιάζει και πάλι τα μπουκαλάκια στη σειρά, ξεβαφτηκα, ενυδατικά και τα συναφή. Μήπως αυτό φταίει; Πρέπει να γίνω κι εγώ έτσι; Άρπαξα με το δάχτυλο λίγο από την κρέμα των ματιών και άρχισα να απλώνω ατσούμπαλα. «Όχι έτσι! Δεν κάνει το μάτι έτσι!!! Μόνο με τον παράμεσο… Να…κοίτα…» κι άρχισε να μου δείχνει ώσπου από τη βαρεμάρα με πήρε ο ύπνος.  Τι βαρετό!  Εντωμεταξύ η Ντράνα μάζευε τα πράγματά της για να είναι έτοιμη το πρωί που θα αφήναμε το ξενοδοχείο. Αλλά όσο και να μάζευε, τα συμπράγκαλα ήταν αμέτρητα… Κι έτσι έπεσε κι εκείνη για ύπνο.

«Ντράνα! Ξύπνα! Σε μια ώρα πρέπει να φύγουμε!» άρχισα να γρυλλίζω ούσα ήδη όρθια στο κατώφλι της πόρτας με το σακίδιο στον ώμο – είχα ξυπνήσει πολύ πρωί, όπως πάντα. Η Ντράνα πετάχτηκε, στο άψε σβήσε είχε πιάσει το μεηκ απ με τους παράμεσους κι είχε βάλει δυο σταγόνες κάτω από το μάτ «όχι! Την κρέμα ξέχασα!», είπε πανικόβλητη κι άρπαξε τη κρέμα όπως όπως, κι άρχισε να τρίβει τη μούρη της με όλα τα δάχτυλα, σε ένα τρελό κοκτέιλ κρεμών και βαφτικών, για να τα προλάβει όλα. Σε λίγο ήμασταν πράγματι έτοιμες για αναχώρηση. Ο Lova lova μας έβαλε στη βάρκα, μας φόρτωσε στη τζιπάρα και αποφάσισε να μας κάνει εκδρομή στη γύρω περιοχή. Η Τζέν-τζέν εκστασιασμένη από το χορό, δίνει μια αγκωνιά και του σπάει το πίσω τζάμι – το χέρι της δεν έπαθε τίποτα. Σε όλη την επιστροφή, το παράθυρο ήταν ορθάνοιχτο…  

Το τρελό παρεάκι κατέφθασε στον γραφικό Κόρφο αναζητώντας φαγητό. Δεν είχαμε υψηλές προσδοκίες. Άλλωστε πόσο χειρότερα από την προηγούμενη ημέρα μπορούσαμε να φάμε; Εδώ με τη «θεία» γίναμε ένα.. Μοιραστήκαμε τη φραπεδούμπα της στο ποτήρι του ούζου, φάγαμε γαρίδες χωρίς να το έχουμε καταλάβει, προσπαθήσαμε να κάνουμε τη μύξα πάγο… «Να εκεί στο Stavedo» βλέπω κόσμο… Είπα και πρότεινα να κάτσουμε εκεί. Τουλάχιστον, εάν επρόκειτο να δηλητηριαστούμε, να παίρναμε στον τάφο και μερικούς Γερμανούς τουρίστες μαζί… Ο LovaLova, με τη γνωστή υπερβολάρα που τον χαρακτηρίζει, αρχίζει να παραγγέλνει όλο το μενού. «Αααα, τη σαλμονέλα την έχουμε στο τσεπάκι!», σκέφτηκα και πήγα να πλύνω τα χέρια μου πρώτα. Μέχρι να γυρίσω ο LovaLova είχε πάρει ένα περίεργο πονηρό ύφος. Ήξερε ότι δε θα τον είχα αφήσει να παραγγείλει άλλα και βρήκε ευκαιρία να το κάνει όσο εγώ πλενόμουν. «Μη μιλήσεις! Πήρα και δύο Σκορπίνες!»… Τα φαγητά άρχισα να φθάνουν το ένα πίσω από το άλλο, το ένα πιο νόστιμο από το άλλο, μέχρι που προσγειώνονται τα κολοκυθάκια στο τραπέζι. Όλοι σταματούν να μιλάνε. Όλοι τρώνε το κολοκυθάκι τους αργά και κοιτάζουν συνομωτικά γύρω τους. Όλοι περίμεναν να δουν ποιος θα απλώσει το χέρι να πάρει το τελευταίο κολοκυθάκι. Η σιωπή σπάει ξαφνικά, «παιδιά… το κολοκυθάκι είναι το καλύτερο από όλα, δεν υπάρχει!», είπε η  Μπέμπα κι άπλωσε το πιρούνι να πάρει το τελευταίο κολοκυθάκι. Εκείνη τη στιγμή, ο LovaLova κάνει αστραπιαία κίνηση mat, το βουτάει και το χώνει στο στόμα του, ενώ αναμασώντας  το λέει, «επίτηδες δεν έλεγα τίποτα για να δω αν θα το σχολιάσετε κι εσείς! Λουκουμάκι ήταν!!!». Γιατί ο άνδρας ο σωστός έχει τον τελευταίο λόγο. Και συνεπώς, το τελευταίο κολοκυθάκι…


Είμαι σίγουρη πως δέκα, είκοσι χρόνια μετά, όποτε ξαναβρισκόμαστε και θυμόμαστε αυτό το ταξίδι, θα έχουμε ακόμα να λέμε για εκείνα τα κολοκυθάκια… #γιολα (γιου όνλι λίβ ουάνς) 

Δεν υπάρχουν σχόλια: