Όλα ξεκίνησαν ένα τράτζικ φθινοπωρινό ξημέρωμα στα Εξάρχεια… (Σεπτέμβριος,2010 - Ιανουάριος 2014)

20110621

The Blackout project


Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι να είδα, ήταν μια σειρά λευκά δόντια. Που ήμουν; Τι μου είχε συμβεί; Και για να ξεκαθαρίσουμε! Το σκοτάδι το αγαπώ!

(λίγες ώρες νωρίτερα) H Tζέν-τζέν ανήκει στους ανθρώπους που έχουν στο αίμα τους την ευρεσιτεχνία.  Μέσα σε όλες τις τρέλες της – είναι και αναρίθμητες…- είναι κι αυτή, που θέλει να κάνει τον κόσμο καλύτερο. «Αν ήμουν σουβλατζής, θα ονόμαζα τη σουβλακερί μου “Στη μέση ο Μανώλης”. Και τα καλαμάκια θα τα σέρβιρα σε….» συνέχισε να περιγράφει με λεπτομέρεια το φαντασιακό σουβλατζίδικο της μικρής μας γειτονιάς. Μη χειρότερα… Εντωμεταξύ η miss Kanela που απολάμβανε το Zombie με μπόλικη κανέλα ποτό της,  έψαχνε ονομασία για την καινούργια μπίζινα που ετοιμάζεται να ανοίξει προσεχώς. «Εύρηκα!» βροντοφώναξε η Τζέν-τζέν. «Μη μας πεις, ξέρω… Τραμπα-τραμπαλίζομαι!Ή μήπως, «η μικρή Ελένη», γιατί το μήλο (miss Kanela) κάτω από τη μηλιά (miss Tailand) θα πέσει.  Και τώρα που είπα μήλο… μήπως να το πούμε… «Κορόιδο»;»…

Ο Χόρχε μου αποσπά την προσοχή, είχε έρθει η ώρα να παραγγείλω. «Ένα Coco Bloco ασυζητητί!» του λέω και μαζεύω για χιλιοστή φορά την άτακτη τιράντα. Η Ζωζώ χόρευε μόνη της κάπου στο βάθος, ο Mexican o oποίος ενθουσιάστηκε με την ιδέα «Στη μέση ο Μανώλης»- είχε μια πολύ δροσερή προσέγγιση στις μουσικές επιλογές. Μάλλον πολύ καλοκαιρινές. Μα τι λέω, σήμερα είναι η μεγαλύτερη ημέρα του χρόνου! Καλοκαίρι 100%! Μα τι στο καλό έπινε η Τζέν-τζέν; Τι άλλο… «El Petrihno», που φέρει τη σφραγίδα του GPP.

Αnyway! Η  κατάσταση έχει ξεφύγει, όλοι ψάχνουν να δουν από πού θα φύγουν… Εγώ προσπαθώ να μετοικίσω στη Γαλλία κι όλο πέφτω πάνω σε γραφειοκρατικά εμπόδια, η Μπέμπα έχει ήδη μεταναστεύσει στη Λόνδρα, η Ρούνι-Ρούνι θα εγκαταλείψει τη Ρωσία και η ιδέα πως θα γυρίσει στην Ελλάδα δεν φαίνεται να την ενθουσιάζει. Κι η Ζωζώ ζει με το φόβο της Ταιλάνδης, τη νέα αγάπη της μητέρας miss Tailand, που δηλώνει πανέτοιμη να τα πουλήσει όλα και να φύγει τρέχοντας. Ζωζώκα μου , πρόσεχε μη σε καταπιεί η Μπανγκόκ… Μα ποιος μεταναστεύει στην Ταιλάνδη; Τα απόκρυφα κάλη των Ασιατών είναι γνωστό πως δεν σου γεμίζουν το χέρι… Μη σου πω δε γεμίζουν καν βρακί μεγέθους medium.

Και δεν πρόλαβα να ξεστομίσω «Μπανγκόκ» , έγινε διακοπή ρεύματος. Black out, πως το λένε; Όλη η Γλυφάδα βυθίστηκε στο σκοτάδι… Η μουσική έσβησε, η μουρμούρα του κόσμου άρχισε να γίνεται εκνευριστική. Η Τζέν-τζέν κι εγώ είχαμε μια φανταστική ιδέα. Να πάμε να εξερευνήσουμε τα σκοτάδια του κάτω ορόφου. Η απόλυτη μαυρίλα, το άπλετο σκότος κι ο Τρόμος είναι λίγα για να περιγράψουν τι ζήσαμε εκείνες τις στιγμές. Καταρχήν γιατί όπως έχουμε ξαναπεί, οι τουαλέτες έχουν καθρέπτες σε όλες τις μεριές. Κι όταν ένα λευκό χαμόγελο είναι το μόνο που φωτίζει το χώρο και μάλιστα εμφανίζεται πολλαπλασιασμένο σε όλους τους καθρέπτες, τότε ο εφιάλτης δεν αργεί να ξεκινήσει.  Έλεος άνθρωπέ μου, λεύκανση είναι αυτή ή έφαγες καμιά ντουζίνα led;

Φύγαμε τρέχοντας, μη μας δαγκώσει, ξέρω κι εγώ;  Βέβαια μέσα στο διάχυτο σκοτάδι και με τη διαστημική ταχύτητα που έφυγα προσπέρασα κόσμο και κοσμάκη – τις φάτσες δεν τις διέκρινα. Κι όταν είχα ήδη απομακρυνθεί αρκετά, κατάλαβα ότι εκείνο το πόδι που πάτησα στο φεύγα, ήταν μάλλον του Κακού Λύκου. Κακό timing, τρισάθλια γκαντεμιά μου και μάταιη επι ματαίω γκίνια μου. Θα μπορούσα βέβαια να επιστρέψω, όπως άλλωστε επέστρεψε και το φως, αν κάποιος έμπαινε στον κόπο να σηκώσει τον διακόπτη! Άλλα πουουουουουουου;;;; 

Ε πιά, μάλλιασε η γλώσσα μου «λύκε, λύκε, είσαι εδώ;»…

20110620

Call 911


H Ζωζώ ήταν στη Γλυφάδα πανικόβλητη, κι επειδή όπως φαίνεται είμαστε οι μόνες αργόσχολες της περιόδου Ιούνιος- Ιούλιος 2011, έτρεξα να τη συμμαζέψω.  «Που είσαι;;;;» ρωτούσα αγωνιωδώς, ενώ πάρκαρα έξω από το P.U. «Κάτι δέντρα βλέπω… κάτι σπίτια…» απαντούσε εντελώς lost in space.  Αφού την εντόπισα μέσω δορυφόρου, καθίσαμε για καφέ ώρες ατελείωτες, ώρες βασανιστικές, όπου παρέλασαν  παλιοί συμμαθητές, μικροί που έγιναν μεγάλοι, μεγάλοι που έγιναν χούφταλα κ.ο.κ.  Αρκετές ώρες μετά βρήκαμε καταφύγιο στη βεράντα της, με αναμμένα γύρω στα τριάντα αρωματικά κεριά, ένα μπουκάλι  παλαιωμένο μαύρο ρούμι, που φέρει τη σφραγίδα του Τζακ Σπάροου και το είχε ψαρέψει κάποτε σε μια κατάδυση η Miss Kanela. Η Ζωζώ ήταν αποφασισμένη, «Να σου πω, κάνεις ένα μαγικό; Πήγαινέ μας  στο P.U. τηλεπαθητικά…» προτείνει.

Οργανώσαμε μια τελετή άλλο πράμα.  Στολίσαμε τα κεριά σχηματίζοντας ένα τεράστιο κύκλο, καθίσαμε στο κέντρο του, ενώσαμε τα χέρια, πήραμε βαθιές ανάσες κι ύστερα βυθιστήκαμε στο σκοτεινό μυαλό μου. «Τι βλέπεις;» με ρωτάει η Ζωζώ υπνωτισμένη. «Εκεί μέσα στο P.U. βρίσκεται ο κακός ο λύκος…», της λέω και με γαργαλάει η μύτη μου, ξέρεις, σα να λέμε «θα φας ξύλο». Είχα καλοκαίρι πάλι εκείνη την ημέρα… Κάτι σαν αυτό που είχα πέρσι γύρω στα μέσα Ιουλίου, που αρχίζει να με γαργαλάει η μύτη μου ξαφνικά, ή μήπως όχι και τόσο ξαφνικά; Μήπως έχω αλλεργία σε κάτι συγκεκριμένο;  «Μωρέ δεν πάμε; Έχω κάνει κέφι τώρα… Θα έπινα και ένα περιέ στην καθισιά μου… ξεροσφύρι!» λέει η Ζωζώ μερακλωμένη. Το καλοκαίρι μέσα μου δε με άφηνε να ησυχάσω, ποιο περιέ με λες κι εσύ τώρα! (να είδες; Την είπα «με λες»… όταν αρχίζω τα θεσσαλονικιότικα και δεν έχει πανσέληνο, είναι σίγουρα «Καλοκαίρι»).

Μέχρι να το πάρουμε απόφαση πέρασε κανά μισάωρο.  Δυστυχώς δεν έχω εκπαιδευτεί επαρκώς στην τηλεμεταφορά και δεν μπορούσα να ρισκάρω. «Πάνε πιάσε τα κλλλειδιά να φύγουμε!», της λέω με τα πολλά (συνεχίζοντας με το περίφημο αξάν μου, παρότι εγώ κι η Θεσσαλλλλόνικα καμία σχέση και για του λόγου το αληθές, ούτε καν έχω πάει εκεί ποτέ).

Παραδόξως μετά τις 12 και  παρότι ήταν Δευτέρα, το P.U. είχε αρκετό κόσμο.  Βέβαια όλοι καθόντουσαν έξω, στα τραπεζάκια, γιατί εκτός ότι εγώ «έχω καλοκαίρι» τυγχάνει να είναι πράγματι καλοκαίρι. Εντοπίζω με την άκρη του ματιού μου τον Κακό Λύκο, ο οποίος σηκώνεται αρκετή ώρα μετά και με πολλές επιφυλάξεις να με χαιρετήσει. Τι εννοείς γιατί ρε φίλε; Γιατί είναι ο Κακός ο Λύκος, κα-κός, το λέει κι η λέξη από μόνη της. Τέλος πάντων, εμείς χωθήκαμε μέσα, καθίσαμε μπροστά στο Λατίνο και παραγγείλαμε. Ένα περιέ, και να είναι βαρύ, για τη Ζωζώ και μια Γκέισα Έξτρα Τζίντζερ για μένα- ένα αφροδισιακό κοκτέιλ  με ανανά, που μου πρότεινε ο Mr.BlueEyes σε μια τυχαία συνάντηση.  Η  συζήτηση  με τη Ζωζώ με είχε συνεπάρει, ώσπου ο Κακός ο Λύκος ήρθε μέσα, μαζί μας για λίγο.

Θα είχαν περάσει μόνο λίγα λεπτά (οι μαρτυρίες λένε 10) και το ποτό μου είχε εξατμιστεί.  Τότε ο Κακός ο Λύκος, κάνει νόημα στον Καβαλιέρε Βασίλιους  και έρχονται τέσσερα φρουτένια σφηνάκια. Τζιν-γκλίν και σλούρπ, (από δώ και κάτω φανταστείτε τα όλα σε πολύ αργές κινήσεις) κατεβάζουμε το σφηνάκι και ξαφνικά ο Κακός ο Λύκος εντοπίζει ένα περίεργο κοφτερό κομματάκι μέσα στο στόμα του. Η Ζωζώ σταμάτησε να αναπνέει από αγωνία, έπιασε με τα δυο της χέρια το λαιμό της και προκάλεσε στον εαυτό της ασφυξία από την ταραχή. Ο Κακός ο Λύκος σήκωσε το μυστηριώδες κοφτερό διάφανο πραματάκι προς τη λάμπα και το κοίταξε καχύποπτος κι  έκπληκτος. Εγώ έμεινα άναυδη με ανοιχτό το στόμα στην αρχή κι ύστερα γύρισα το κεφάλι μου σε σλόου μόσιον προς το μπαρ να εντοπίσω με τα μάτια το βαλιτσάκι/φαρμακείο. Ο Καβαλιέρε Βασίλους ζάρωσε το μέτωπο και τέντωσε το δάχτυλο ουρλιάζοντας «Ωχ!» και ο Λατίνος έκανε σμίκρυνση στα μάτια ανασηκώνοντας λίγο το καπέλο του για να βεβαιωθεί ότι βλέπει καλά. Ήταν η σωστή στιγμή για να πεταχτεί ο Will Smith από καμιά γωνία  και να πει «Call 911…NOW!» και να αρχίζει να τρεμοπαίζει τα χείλη του ενώ κάνει μαλάξεις στον Κακό Λύκο.  RelaxTίποτα από αυτά δεν συνέβησαν. Ήταν ένα αθώο κομματάκι από παγάκι…

Χμ… Και νόμιζα ότι τα είχα μαζέψει όλα τα κομμάτια μου από το προηγούμενο «καλοκαίρι»… 

20110616

First be a woman


Όλα ξεκίνησαν από έναν αθώο καφέ κατά τις 7.30 το απόγευμα… Η Ζωζώ κι εγώ φορούσαμε μακρυμάνικα λευκά μπλουζάκια, η Τζέν-τζέν ήταν έτοιμη να παρτάρει με εκείνα τα σκανδαλώδη μαύρα πέδιλα,  η γυναίκα Βαμπ, απλή κι απέριττη, όσο μπορεί να είναι μια γυναίκα Βαμπ, ήρθε για «ένα χαλαρό». Καμία στυλιστική ενότητα μέχρι στιγμής… «Πας να μας φέρεις τσιγάρα;» ζητάει η Ζωζώ από την πρόθυμή να κάνει τα  πάντα Τζέντζέν, πρόθυμη  μήπως και της φύγει η ανελέητη κι ανεξήγητη κάψα που ένιωθε. Κι ενώ όλα είναι χαλαρά κι ο κόσμος δειλά αρχίζει να μαζεύεται, η Τζέντζέν (που είχε ήδη πάρει το δρόμο του γυρισμού από το περίπτερο) με παίρνει τηλέφωνο. Ξενερωμένη στα φουλ, υποθέτω ότι ξέχασε για χιλιοστή φορά τι τσιγάρα της είπαμε να ζητήσει. Ναι;;;; «Έλα! Είμαι πίσω από τον Roux!» . Τιιιιιιιιιι;;;;

Flash Back:Το προηγούμενο απόγευμα είχα πάει για τα καθιερωμένα ψώνια του supermarket (ντυμένη πάντα με τη λευκή μακρυμάνικη μπλούζα). Κι εκεί που περίμενα ένα κομμάτι γραβιέρα Κρητική (μμμμμ, θα έλεγα τώρα) το εμπριμέ δέρμα ενός κοκκινοτρίχη μου τραβάει την προσοχή. «Κάπου την ξέρω αυτή την ταπετσαρία» σκέφτηκα, «Κάτι μου θυμίζει το στόμα τύπου πακ-μαν…». 

Ήταν ο Roux, ολοζώντανος μπροστά μου, ύστερα από πολλές εβδομάδες εξαφάνισης δικής του και μουρμούρας της Ντράνα. «Μάθε που μένει κι άσε τα πολλά λόγια!», με διέταξε η Ντράνα, που ένιωθε να σκάει από το κακό της μέσα στην κοραλλί σατέν ρόμπα της. Κατάλαβες κύριε Πρόεδρε; Άλλη φοράει τη ρόμπα κι άλλη γίνεται ρόμπα… Περίμενα υπομονετικά μέσα στο αυτοκίνητο, μέχρι που ο Roux επιβιβάστηκε στο λευκό του (όχι άλογο) ποδήλατο. Με αστραπιαίες μανούβρες τον πήρα από πίσω (με την καλή έννοια) μέχρι που τον έχασα σε κάτι στενά… Τι να έκανα; Είμαι νομοταγής, δεν μπορώ να παραβιάσω τα απαγορευτικά. «Θα με τσακίσει η Ντράνα… πρέπει να τον εντοπίσω!», είπα στον εαυτό μου και έκανα ένα κύκλο, παίρνοντας ανάποδα τη διαδρομή του επίδοξου ποδηλάτη. «Θα φτάσω πρώτη στο σημείο και εν ανάγκη θα τον πατήσω!», αποφάσισα. Έτσι κι έγινε… Φτάσαμε έξω από το σπίτι του την ίδια χρονική στιγμή (τελικά ήτα πολύ πιο εύκολο…), όχι που δεν θα τον ξετρυπώναμε κι αυτόν.

Τέλος πάντων, αν εξαιρέσουμε το σούπερ μάρκετ, τον άνθρωπο με τις κόκκινες τρίχες δεν τον είχα ξαναδεί ποτέ παρά μόνο σε φωτογραφίες. Πάραυτα, έπεσα διάνα, κόβει το μάτι μου… Και να ήταν η πρώτη φορά; Θα έλεγα κωλοφαρδία… Αυτή τη φορά η Τζέν-τζέν με το αισθησιακό περπάτημα τον ακολουθούσε στα στενά της Γλυφάδας. Ήμουν ντυμένη σα να ετοιμάζομαι να τρέξω στίβο, που λέει κι ο Χόρχε. Βγαίνω από το Pere Ubu κι αρχίζω να τρέχω όπως στις Αμερικάνικες ταινίες, που ο πρωταγωνιστής τρέχει αγωνιωδώς  για να σώσει τον κόσμο.  Έτρεχα τόσο πολύ που τον προσπέρασα. Η άσπρη μπλούζα ήταν σήμα κατατεθέν, αυτή η λεπτομέρεια μου ξέφυγε, λες να με κατάλαβε; Μήπως τότε που κόλλησα το κινητό μου στη μούρη του για να τον φωτογραφίσω… λες να με πρόσεξε;  Ο Roux παρά τη χαζομάρα που ζωγραφίζεται στο αθώο του βλέμμα, πράγματι με παρατήρησε, κοντοστάθηκε κι έκανε μεταβολή. Δεν είχα επιλογή, έπρεπε να συνεχίσω αδιάφορη προς τον κατήφορο, να κάνω το τετράγωνο και να γυρίσω  ταπεινωμένη στο PU,  με μόνο μια κουνημένη και μαύρη φωτογραφία κακής ανάλυσης.  Πριν πάρω ανάσα και δώσω το ραπόρτο στην καταστροφολόγα Ντράνα, ο Roux κι ο κοντός φίλος του, μπαίνουν στο PU. «Πις οφ σιτ! Βγάλε τη μπλούζα!!! Θα σε αναγνωρίσει!!!». Παίρνω το κλειδί του αυτοκινήτου, γίνομαι σίφουνας κι επιστρέφω σε λίγα λεπτά με τη στολή παραλλαγής, αγνώριστη. Η Ντράνα έχει ήδη γίνει super-σίφουνας κι έρχεται με ταχύτητα φωτός από τον Περέα.

Η γυναίκα Βαμπ ρίχνει κακιασμένες ματιές τύπου «πράσινο λέηζερ το Σύνταγμα» στον Χόρχε, που έχει βαλθεί να της σπάσει τα νεύρα με κάθε τρόπο. Βλέπεις, το κόκκινο κοκτέιλ δεν την εκνεύρισε αρκετά, κι έπρεπε να βρει νέους τρόπους να την ωθήσει στα άκρα.  Εμ, αυτά συμβαίνουν όταν βάζεις έναν Τοξότη απέναντι από ένα Λέοντα.

Πάνω στην ώρα καταφτάνει η Ντράνα ντυμένη νύφη! Λευκά από πάνω μέχρι κάτω, βλέμμα ζωηρό, σαν αυτό του ανυπόμονου κανίς. Το κανίς που θέλει να πάει βόλτα και σου σπάει τα @@ αλλά χέζεται να βγει χωρίς το αφεντικό. «Θα στείλουμε σφηνάκια! Άιζ (Ice)!!!! Πιάσε 7 vodka καραμέλα!». Η Ντράνα έχει αλλάξει δέκα χρώματα (πάντα σε αποχρώσεις της αρρώστιας: άσπρο, λευκό του πάγου, ροζουλί, εκρού, μπεζ…). Αρνήθηκε να τα σερβίρει τον κρυόκωλο εμπριμέ Roux-που αν εξαιρέσεις την εμπριμέ φακιδοταπετσαρία είναι επίσης στις αποχρώσεις της αρρώστιας και  ο οποίος δεν αξιώθηκε να σηκωθεί από το τραπέζι, παρά το κέρασμα. Ούστ μωρή σταρλέτα!
 «ΣΟΡΙ» ανήγγειλα με την άκρως  ελληνική προφορά μου που σπάει κόκαλα.  Άφησα να σφηνάκια στο τραπέζι, προσευχήθηκα να μη με αναγνώρισε κι επέστρεψα για την πρόποση. «Στην υγειά της τερατολάγνας!», ευχήθηκα, τους κάναμε νόημα από μακριά και η Ντράνα παραλίγο να καταπιεί το σφηνοπότηρο μαζί με τη vodka.

Ο κρυόκωλος Roux ακόμα να σηκωθεί. Η Ντράνα, λίγομετά, κατσικώθηκε στο τραπέζι τους (αφού νόθευσα το Burberry- μαρμελαδέ ποτό της με μια έξτρα δόση τζίν – ας με συγχωρέσει ο Λατίνος, ξέρω ότι είμαι απαράδεκτη…). Ο Πρόεδρος (τότε ήρθε, όπως είπαμε πάντα εμφανίζεται προς το τέλος της βραδιάς) προσπαθούσε να καταλάβει προς τι όλη αυτή η αναστάτωση, αποτέλεσμα της οποίας ήταν ο φρικτός παγοπόλεμος. Μας κόλλησε ο κρυόκωλος, γι’ αυτό. Και για να γίνουμε κρυόκωλοι όλοι, τα παγάκια άρχισαν να μπαινοβγαίνουν μέσα σε σουτιέν και βρακιά. Η comme il faut Ντράνα επέστεψε από τη μάχη της κρυοκωλίασης και τότε ο Roux έφυγε ανενόχλητος από την πίσω πόρτα κι ούτε να μας φτύσει. Γι’ αυτό σας λέω, μην τους κερνάτε ποτέ σφηνάκια ρέ! First be a woman… κι όπως θα’ λεγε κι η Βάβω μου, παπούτσι απ’ τον τόπο σου κι ας είν και μπαλωμένο!

20110615

Sahlabourda & wine



Όσο περνάει ο καιρός και συνειδητοποιώ ότι σε δυο μήνες παίρνω το δισάκι μου στον ώμο και τον Τζέρυ στην τσέπη και φεύγω, τόσο περισσότερο Pere Ubu θέλω… Τώρα καταλαβαίνω τη μελαγχολία της Μπέμπας, τότε, τον Σεπτέμβριο που ξεκινήσανε όλα.
Καταρχήν, παραλίγο να φύγω από την Ελλάδα και να μη ξέρω ποιος είναι ο Γκάλης. Αίσχος! Ευτυχώς μου άνοιξε τα μάτια αυτός ο άγιος άνθρωπος, Saint Κακός Λύκος, σε σύνδεση μέσω Καϊρου. Και προς τιμήν του είπα να το γυρίσω πάλι σε λευκό κρασί, να θυμηθώ την ένδοξη νύχτα της γνωριμίας μας (γιατί ως γνωστών, ξεμέθυστος δεν θυμάσαι τίποτα από όσα έχεις κάνει το βράδυ που έχεις πιεί… ενώ αν ξαναπιείς σου έρχονται). Είχαμε σοβαρό θέμα να συζητήσουμε με τα κορίτσια:  το που θα πάμε διακοπές. Η Ζωζώ είχε προηγουμένως σηκώσει όλα τα μαγαζιά της Γλυφάδας κι ήταν πλέον πλήρως εξοπλισμένη να φύγει για οπουδήποτε εκτός Αθηνών. Η Τζέν-τζέν ήταν αφηνιασμένη με την ατελείωτη εξεταστική της, η τελευταία μεν, αλλά της έχει βγάλει τον αδόξαστο. Και αποφασίζουμε, «ροαδτριπ» (roadtrip). «Ψηφίζω Χαλκιδική!», προτείνω. «Ααααα γιούπιγιάαααγιάααα!!!!!» λέει η Ζωζώ με το γνωστό πνιχτό γέλιο της υστερικής λαγνείας . «Όχι Βόρεια… Εγω λέω Καλαμάτα- Ελαφόνησο!», λέει η Τζέν-τζέν.  «Αααααιιιιιααααα!!!!!Τατατατα!!!!», η  Ζωζώ ενθουσιαζόταν και με τα δύο, δεν είχε πρόβλημα.  

Η Τζέν-τζέν Terminator χαρακτηρίζεται για την αστάθεια στις αποφάσεις της. Σπανίως μπορεί να πάρει μια απόφαση, αλλά αν βάλει κάτι στο μυαλό δεν της το βγάζεις με τίποτα, θα γίνει το δικό της οπωσδήποτε, ειδάλλως θα σου γκρινιάζει μέχρι τελικής πτώσεως.  «Πεζό ή Βοκσβάγκεν;», ήταν το επόμενο κρίσιμο ερώτημα. «Το πεζό!», επιμένει η Τζέν-τζέν. «Όχι! Το πασάτ!», να σκυλιάζω, αυτό δεν το διαπραγματεύομαι.  Ρωτήσαμε και τον Mexican και  την Ε. , φίλη του Προέδρου. Κέρδισα! Συμφώνησαν όλοι ότι η επιλογή του Πασάτ είναι σοφότερη. Αλλά τώρα ξέρω, πως σε όλη τη διάρκεια του «ροαδ τρίπ» θα φάω τη γρουσουζιά και τη γκρίνια της Τζέν-τζέν με το κουταλάκι, για χάρη του ξεχαρβαλιασμένου πεζό της! Τόσο πολύ λύσσαξε να πάρει το πεζό, που την επόμενη μέρα μου έστειλε με email τα δρομολόγιο των  φέρι-μπόουτ. Κι όλα αυτά, γιατί δεν κέρδισε τη μάχη «Πασάτ- Πεζό».

Ύστερα, μια άλλη συζήτηση άνοιξε κι η ομαδική υστερία ξεκίνησε. Για κάποιο λόγο που δεν μπορώ να καταλάβω, όλοι οι γνωστοί μου τώρα τελευταία μιλάνε για παιδιά. Πόσα θέλουν να κάνουν, τι θέλουν να είναι κ.ο.κ. «Ααα, ένα και τέλος!», να λέει ο Μexican, που το έχει ήδη, κι οπότε  έχει δει τη γλύκα. «Δύο! Αλλά το πρώτο αγόρι οπωσδήποτε», να λέει η Ε. του Προέδρου (Thinkerbelle)«Τρία είναι καλύτερα…», παρεμβαίνει η Ζωζώ και τότε συμπληρώνει η Tζέν-τζέν «Τρία το λιγότερο!». Ναι ρε, όχι, πέντε να κάνετε όλοι σας να δω που θα τα βάλετε! «Να τρως γλυκά για να κάνεις αγόρι», της λέω μισομεθυσμένη, έχοντας ακούσει κάποτε ένα αρχέγονο μυστικό (γιατροσόφια της κακιάς ώρας). "Tιιιι; Γλυκό;;; Χόρχε! Πιάσε ένα Sweet Heart Martini και κάντο πετιμέζι! Είναι επείγον!" παραγγέλνει η Ε. του Προέδρου. 

Ο Χόρχε ήταν στις ομορφιές του, είχε κεφάκια, μέχρι που η Τζέν-τζέν παραπονέθηκε για το χρώμα του μοκτέιλ της. «Είναι κόκκινο! Εγώ δεν ήθελα κόκκινο! Όχι κόκκινο!!! Γιατί είναι κόκκινο;», να λυσσάει κάνοντας θυμωμένους κύκλους με το καλαμάκι της. «Δεν σου αρέσει; Να σου κάνω άλλο;», της λέει μήπως και σταματήσει τη μουρμούρα άνευ λόγου και αιτίας. «Όχι, είναι πολύ ωραίο γευστικά. Είναι κόκκινο όμως!», έφαγε σκάλωμα η Τζέν-τζέν, κάτι είχε πάθει εκείνη την ημέρα. Όχι στη Χαλκιδική, όχι στο πασάτ, όχι στο κόκκινο. Τι διάολο είχε πάθει; Ο Λατίνος από την άλλη είχε ζάλη πεντοζάλη, ένα βλέμμα θλιμμένου ή κουρασμένου κουταβιού και το μόνο που του έδινε χαρά ήταν το γουρλίδικο καπελάκι του.

Για την ακρίβεια, ούτε κατάλαβα πότε φύγαμε, τόσο μεγάλη Sahlabourda έγινα πάλι. Γύρισα στο σπίτι ηττημένη, η Τζέν-τζέν με είχε ξεκάνει εντελώς με την ξαφνική έκλαμψη ισχυρογνωμοσύνης – που ξανακούστηκε!!! Θα τρελαθούμε! Ξέσπασα πάνω στην κατσαρόλα με το ρύζι- αραμπιάτα κι αποκοιμήθηκα αγκαλιά με το laptop, ακούγοντας την ιστορία της Κοκκινοσκουφίτσας και του Κακού Λύκου από τον Κακό Λύκο himself, σε χροιά άκρως αισθησιακή! Κι εδώ κολλάει… wipe out!

20110614

Πες του ψέματα…


Mικρά αθώα ψεματάκια, κάνουν τον κόσμο πιο ευτυχισμένο… Γι΄αυτό κι εγώ έκανα το μεγάλο βήμα… Αποφάσισα να γνωρίσω τον μαγικό κόσμο του Pere Ubu στον πιο δύσκολο, απαιτητικό και περίεργο πελάτη. Τον  Dr. Wild, που τυχαίνει να έχω για πατέρα μου!

Ο μπαμπάκας, δεν είναι συνηθισμένος στο αλκοόλ… Λίγο κόκκινο κρασί, γλυκό κατά προτίμηση, που κάνει καλό στην καρδιά, άντε και καμιά μπυρίτσα με το Κυριακάτικο γεύμα. Για ένα φρούιτ πάντς χωρίς αλκοόλ δεν θα έλεγε όχι. Και κάπως έτσι, παρήγγειλα ένα… passion fruit martini, κοφτά και ξερά, πριν προλάβει να κάνει πολλές ερωτήσεις. «Και να είναι του Χόρχε!», επεσήμανα για σίγουρη επιτυχία.

Στην πρώτη γουλιά τα μάτια του γουρλώνουν, τα χείλη του σουφρώνουν και τα δάχτυλα σφίγγουν το ποτήρι… Ωχ αμάν! Φαρμακώθηκε! Ένιωσε τη βότκα στον ουρανίσκο και θα μου φτύσει τη γουλιά στα μούτρα… μπορεί να με χαστουκίσει κιόλας που τον παρέσυρα σε ακολασίες. «Πωπω…» αναφωνεί με το που καταπίνει… «Εκπληκτικό!». Αρχίζει να καταναλώνει ωσάν να έπινε νερό και λίγο πριν την τελευταία γουλιά, το πρόσωπό του έχει φωτιστεί με ένα ασυνήθιστο και απροκάλυπτο χαμόγελο. «Εμμμ… με ρέγουλα! Έχει λίγο αλκοόλ…», του είπα ελπίζοντας ότι δεν θα ουρλιάξει μπροστά σε όλο τον κόσμο. Αλλά τελικά, η επίδραση είχε ήδη φέρει αποτελέσματα στον άλλοτε γκρινιάρη μπαμπά μου. Γελάει πονηρά και λέει «Χα-χά! Ναι! Τώρα το κατάλαβα…». Να το τραβήξω λίγο ακόμα;

Παρεμπιπτόντως,  είχαμε μόλις δει στο σινεμά το «Hangover 2».

Αποφασίζω να κάνω ένα πείραμα… Πήγα στον Χόρχε και του ζήτησα κάτι γλυκό, κάτι με ρούμι, κάτι για τον Dr. Wild. Επιστρέφω στο τραπέζι κι ανακοινώνω με περηφάνια ότι  ο Χόρχε ετοιμάζει κάτι σπέσιαλ. «Δεν φαντάζομαι να μου ρίξετε τίποτα σαν αυτούς στο Hangover και από εκεί που δεν πίνω ποτέ, να ξυπνήσω το πρωί στη Μύκονο!», λέει γελώντας, κρύβοντας την ανησυχία του πίσω από την ανυπομονησία να γευτεί το άγνωστο.  Ο Χόρχε έφερε με τα χέρια του το σπέσιαλ κοκτέιλ αγνώστου ταυτότητας, και τώρα ο μόνος που δεν έχει γνωρίσει από το σόι μου, είναι ο παππούς μου. Γιατί όχι; Να δοκιμάσει κι ο παππούς τα καλούδια του P.U.. «Τι έχει μέσα αυτό;» ρωτάει ξαφνιασμένος ο Dr. Wild. Το λέω ειλικρινά, ούτε θυμάμαι… Κάτι για τσάι μέντας και τζίντζερ θυμάμαι να άκουσα, ήταν περίπλοκη συνταγή.

Ανεπίδεκτος μαθήσεως, θα τον αφήσω στους Αρχάριους.  Τόλμησε να παραπονεθεί ότι νιώθει περίεργα το στομάχι του. Με ενάμιση κοκτέιλ; Really??? Η μητέρα τα πήρε πιο εύκολα…  Όπως και να το δεις πάντως, έχει πλάκα να βγαίνεις με τους γονείς σου, είναι εναλλακτικό και όλοι είναι ωφελημένοι. Εκείνοι νιώθουν ξανά νέοι, εσύ δεν χρειάζεται να βγεις από το χώρο σου και επιπλέον, έχουν τη χαρά να επιβραβεύσουν τους εαυτούς τους που σου έμαθαν να τρως φρούτα και λαχανικά…  Ντομάτα (bloody Mary), αγγούρι (cucumber martini) πασιφλώρα (passion fruit martini) ανανά (capirioska anana) κ.ο.κ. 

20110610

Wonderful world, ugly people!


Ήμουν ξαπλωμένη για ώρες στον καναπέ, ακούγοντας όπερα και Γαλάνη εναλλάξ και φιλοσοφώντας περί της ουσίας... Η μοναξιά και η κλεισούρα μου είχε πειράξει το μυαλό γι’ αυτό η Ζωζώ έβαλε ό,τι προλάβαινε (ημίγυμνη δηλαδή) κι έτρεξε να με σώσει. Σε λίγο το σπιτικό λικέρ λεμόνι έχει εξαφανιστεί, η ρακή κοντεύει να τελειώσει, η μαστίχα εξαντλείται κι εμείς τραγουδάμε στο μπαλκόνι την «Κόκκινη Γραμμή» της Θεοδωρίδου, το «Είσαι μπάζο» από τα Σαγόνια του Καρχαρία,  σε remix με λίγο rave και trance… «Νομίζω είμαστε έτοιμες για Pere Ubu! Σήκω! Ντύσου!», αποφάσισε η Ζωζώ.

Εκείνο το βράδυ έπαιζε μουσική o Paulo, εκείνος ο γοητευτικός μπρατσαράς, που τον συνδέει μια… βαθιά φιλία με τη miss Kanela. Αλήθεια, που ήταν αυτή; Α ναι, «ξεκουραζόταν» τα ιδιαίτερά της δωμάτιά της.  Μέσα στο bar, ήταν ο GPP, με αέρα μποέμ Παριζιάνου και καπελάκι ψαρά του Σηκουάνα, και ο Λατίνος, λίγο ξενερωμένος ίσως κουρασμένος,, ποιος ξέρει. Η κουτσομπόλα μας κοίταξε από μακριά, δεν μπήκε στον κόπο να μας χαιρετήσει. Ανάλογα τα κέφια είναι κι αυτός, μια χαιρετάει, μια δεν χαιρετάει. Τέλος πάντων, για να ολοκληρωθεί το παζλ, αρκεί να πούμε ότι οι θαμώνες ήταν βουτημένοι στη χύτρα της ασχήμιας. Όπα! Χύτρα! Άρα, όλοι έχουν την αχίλλειο πτέρνα τους. Δεν μπορεί, ακόμα και ο πιο άσχημος και κακομούτσουνος άνθρωπος, έχει κάτι ωραίο. Αυτό ήταν το challenge της βραδιάς. «Προσπάθησε να βρεις έστω κι ένα ωραίο χαρακτηριστικό πάνω σε όλους…», λέω στη Ζωζώ. «Οκ! Θα πιώ άλλο ένα τότε…» απάντησε.

«Να! Αυτός εκεί που μοιάζει με Κουρδιστό Πορτοκάλι… Εκεί ντέ, ο κοντόχοντρος με τη μύτη του μυρμιγγοφάγου και τα νύχια της Ούρσουλα… Έχει καλή καρδιά! Φαίνεται…», λέει η Ζωζώ σουρωμένη. «Αυτός εκεί, που μοιάζει με ποντίκι με φτερά…. Νυχτερίδα δηλαδή… Έχει ωραία οπίσθια… Νυχτερίδα; Οh! Batman!», να λέω εγώ.  

Για τον  Αιζ (όπως λέμε Ice) σας έχω πει; Δε νομίζω… Είναι το παιδί prodigy του μαγαζιού. Ξεκίνησε ως παραπαίδι, να βάζει νερό και να δίνει καλαμάκια… Στη συνέχεια άρχισε δειλά- δειλά να φτιάχνει ποτά (τζιν τόνικ, μαλιμπού ανανά…) και κατέληξε να φτιάχνει υπέροχα κοκτέιλ… Δεν το είχα συνειδητοποιήσει μέχρι που μας έφερε σφηνάκι «apple martini».  I m so proud!!! Πρέπει να του διοργανώσουμε τελετή αποφοίτησης λίαν συντόμως.

Μα που είναι επιτέλους ο Πρόεδρος; Καλομελέτα κι έρχεται… Μέχρι να έρθει , τόσο η Ζωζώ όσο κι εγώ τους βλέπαμε όλους τόσο μα τόσο όμορφους. Ο Πρόεδρος μπήκε στον πειρασμό να μας πάει για αλκοτέστ.  Πως γίνεται αυτό τώρα όταν δεν έχεις τα απαραίτητα εργαλεία; Ποτίζεις κι άλλο τους μεθύστακες για να κάνεις συγκριτική ανάλυση «το πριν» και «το μετά».

Παράλληλα, σε ένα μπαρ του Λονδίνου βρισκόντουσαν δυο αγαπημένα μου πρόσωπα. Ο ένας, είναι ο Ξανθός ο Ταύρος (τελικά μετονομάστηκε σε Κακός Λύκος, θα δεις προσεχώς), ο οποίος  μετράει αντίστροφα τις μέρες για να έρθει στην Ελλάδα… Και λίγο παραδίπλα, ήταν η Μπέμπα (εντελώς συμπτωματικά γιατί ούτε που γνωρίζονται μεταξύ τους). Και να γνωριζόντουσαν όμως, δε νομίζω να είχαν χρόνο για χαιρετούρες, γιατί ο μεν Ταύρος  ήταν περικυκλωμένος από αμέτρητες Ιndi/ Paki λυσσάρες που θέλανε να μάθουνε τι εστί «greek lover» και η δε Μπέμπα, ήταν  με εκείνο το φωτομοντέλο, τον Giorgio ,  ο οποίος ;έβλεπε συνωμοσίες παντού.  «Giorgio αγόρι μου, χαλάρωσε λίγο, πολύ tivo βλέπεις…». 

Αποτέλεσμα; Γυρνάμε κουρούμπελα, σουρωμένες στο έπακρο σπίτι μου, η Ζωζώ κι εγώ… Αφού κάναμε μια ωραιότατη βόλτα στα γκρέμια του πανοράματος για να δούμε τη Θέα, όπου και χαθήκαμε (εγώ που οδηγούσα, η Ζωζώ δεν κατάλαβε καν ότι πήγαμε βόλτα, νόμιζε μόνο οτι αυξήθηκαν τα χιλιόμετρα από το PU στο σπίτι). Καταβροχθίσαμε ό,τι είχε το ψυγείο και  αρχίσαμε το super Mario kart… Το ίσιωμα δεν το βρίσκαμε… Σε λάβες πέφταμε, σε δέντρα στουκάραμε, καμία τύχη. «Θες να το απογειώσουμε τελείως; Do it like a man!» μου λέει και βάζουμε την τσόντα της Ντούβλη για να γελάσουμε λίγο… Μπα. Αποκοιμηθήκαμε μέσα σε δευτερόλεπτα, όταν άρχισε η αφήγηση, «μια φορά κι έναν καιρό ήταν η  «βασίλισα της πουτανιάς»…». Loosers

20110606

The black rose


Όλο αυτό το διάστημα που η Ζωζώ είχε εξαφανιστεί, μόνο μια φορά βγήκαμε όλες μαζί. Ασχολήθηκε η καθεμιά με τη ζωή της, με τους άλλους φίλους μας, με τις άλλες ασχολίες μας κι ήρθαμε αντιμέτωπες με τη σκοτεινή… πλευρά της Σελήνης. Τους φόβους…

Η Ζωζώ λοιπόν, αντιμετώπισε τα αποτελέσματα της τεμπελιάς της… Έτρεχε και δεν έφτανε για να προλάβει σε 10 μέρες, ό,τι έπρεπε να έχει γίνει στο εξάμηνο μέσα. Έπινε δέκα καφέδες την ημέρα,  κοιμόταν στις 10 το πρωί όποτε και εάν είχε χρόνο για ύπνο. Η Τζέν-τζέν και η Ρούνι- Ρούνι, έπρεπε να αντιμετωπίσουν την δική τους εξεταστική, ξεπερνώντας την άρνηση που λόγω ανάδρομων πλανητών είχε κατσικωθεί στους διδύμους. Η μια παρουσίασε τάσεις φυγής, η άλλη ήθελε να πέσει από το παράθυρο. Η Μπέμπα, επίσης, έπρεπε να πατήσει γκάζια για να τελειώνει  με το μεταπτυχιακό. Ωραία είναι να παλεύεις για την εξεταστική σου και τα μόνα φαντάσματα που βλέπεις, να είναι οι καθηγητές σου και οι βαθμοί. Μου λείπουν τα φοιτητικά χρόνια… Μου λείπει να ξημεροβραδιάζομαι κάτω από μια λάμπα, ανάσκελα, μπρούμυτα, στο πάτωμα, με δέκα στυλό και χιλιάδες σημειώσεις. Να μιλάω στον εαυτό μου για να αφομοιώνω καλύτερα τις πληροφορίες,  να μη με νοιάζει που πίνω φραπέ στη 1 το βράδυ.  Αυτές τις ημέρες εγώ επαναστατούσα στο Σύνταγμα, γκάριζα και μούτζωνα και ψήφιζα και περπατούσα. Και τόσες ημέρες, αναρωτιόμουν πότε θα ξαναδώ γνωστά πρόσωπα, ανάμεσα σε τόσους αγνώστους. Τα ήθελα και τα έπαθα να λες.

Το πρόβλημα με τους φίλους σου, είναι ότι σε αγαπάνε πολύ.  Μετά από τον Αγώνα ολονών μας λοιπόν, είχαμε τρία βασικά θέματα ημερήσιας διάταξης κι ένα έκτακτο. Παραγγείλαμε τέσσερα Cosmo, καθίσαμε στο πιο απόμερο τραπέζι κι αρχίσαμε τη συνεδρία.  «Λοιπόν… Έχουμε στα χέρια μας αυτή τη φωτογραφία. Ο Roux , το λαπ τοπ, ένα κομμάτι τοίχου και σα να διακρίνεται λίγο η τέντα της βεράντας. Ύστερα  από έρευνα και stake out, καταλήξαμε ότι το σπίτι είναι αυτό, στις Οδούς Απελπισίας 2 και Ντροπής 1 γωνία. Το καταλάβαμε από το στοιχείο Γ. Χρειαζόμαστε και μια δεύτερη γνώμη… Θα περάσουμε μετά, είναι walking distance από το PU».  Ο Roux είναι δύσκολη περίπτωση, διότι φέρει άλλη κουλτούρα από τη Μεσογειακή κι είναι αρκετά περίπλοκο να τον καταλάβεις.  Το πρόβλημα παρέμεινε άλυτο κι η Ντράνα έγινε φούξια από σκασμό. 

Περνώντας στο δεύτερο θέμα της ημερήσιας διάταξης, η Ζωζώ, που ήταν αδιάβαστη, κουνάει το τσιγάρο της ανέμελα πάνω από το κοκτέιλ, κάνοντας ζωηρά κυκλάκια.  Η Τζέν- τζέν ήταν άμεση. «Η γριά- Ινδιάνα κάλεσε σε δείπνο στο εξοχικό του στο Δουβλίνο την Ακατανόμαστη. Επίσης της προσέφερε ένα Μαύρο σαν τη μοίρα σου Τριαντάφυλλο. Ξέρεις, από αυτά τα σπάνια. Ήξερε ότι η Ακατανόμαστη είναι στην παρέα μας…». Η Ζωζώ έγινε έξαλλη. Έσβησε το τσιγάρο επιτόπου, σηκώθηκε όρθια, έβγαλε τα εναπομείνοντα μαύρα τριαντάφυλλα από το βάζο, πλησίασε τη Γριά Ινδιάνα που έτρωγε ανέμελη τη  μακαρονάδα  της, λίγο παραπέρα και την μπουγέλωσε χωρίς να πει τίποτα. Η Γριά Ινδιάνα ένιωσε  ντροπιασμένη, έμεινε άναυδη. Η Ζωζώ χαμογέλασε, επέστρεψε στο τραπέζι και είπε «Νομίζω λύθηκε! Συμφωνούμε παμψηφεί;». Κουνήσαμε τα κεφάλια και συνεχίσαμε.  
Τώρα, θα λύναμε και το τρίτο, αλλά δεν άντεξα, θα έσκαγα αν δεν έβαζα στο τραπέζι το έκτακτο. 

«Είναι μικρότερη… Άσχημη αλλά νεότερη. Διαδηλώναμε μαζί στο Σύνταγμα. Ήμουν σχετικά ψύχραιμη. Οι μάρτυρες το αρνούνται, όπως και πολλά άλλα. Υπάρχει διαστρέβλωση πληροφοριών σε πάνω από 3 στοιχεία. Έχω όμως και τη μαρτυρία της Τζέν- τζέν. Τι κάνουμε;» ρωτάω ψύχραιμα.  Η Τζέν-τζέν αντιστάθηκε «Απαπα, χάλια είναι καλέ!».Της παρηγοριάς το κουλουράκι να φάνε οι πεινασμένοι, εγώ χόρτασα!  «Μην κουράζεστε λέμε! Μου τα είπε όλα ο Μαρκ Ζούκενμπεργκ!». Σιωπή… Ό,τι και να ακούσεις από τους φίλους σου σε τέτοιες στιγμές, μη τους πιστεύεις, προσπαθούν να σε κάνουν απλά να νιώσεις καλύτερα, δεν τυφλώθηκαν, ούτε κουφάθηκαν, ούτε χάλασε ο εγκέφαλός τους. «Ωραία λοιπόν. Τι την κάνουμε;» ρωτάει η Ζωζώ, ψάχνοντας με τα μάτια  το επόμενο φονικό όπλο. «Mπα... Τίποτα. », λέω απογοητευμένη, άλλωστε στην πραγματικότητα αυτός ο καλοκαιρινός έρωτας του 2010 είχε μπαγιατέψει για τα καλά. Να τη χαίρεται την καινούργια του αγάπη!

Το τρίτο θέμα, δεν προλάβαμε να το αναπτύξουμε. Καταρχήν γιατί εγώ έφυγα να πάω στα επείγοντα να με κοιτάξουν, δεν πάω καλά,  και γιατί το «θέμα 3», ήρθε κι έκατσε τυχαία στο τραπέζι μας. Oh, Mr. BlueEyes… έπεσες στα δίχτυα της Terminator...

20110604

Ηοme alone?


Tελικά η διαδήλωση του Συντάγματος με έχει επηρεάσει ριζικά… Ας ξεκινήσουμε από το ότι έβγαζα συνθήματα για το ποτό μου  και γέλαγα μόνη μου. Συνέχισα με τον Κοκκινοτρίχη, τα τακούνια μου και δεν σταμάτησα ούτε όταν σκαρφίστηκα συνθήματα για τον διπλανό μου… Αυτόν που τα αφτιά του με προκαλέσουν να χρησιμοποιήσω για ντουντούκα. Ωχ! Όχι ρε π***! Να κι ο Ποθητός… Πέρα από αυτό,  ήταν μια ιδιαίτερα  μειονεκτική βραδιά για εμένα.  Κανονικά έπρεπε να βρίσκομαι με τον έρωτα της ζωής μου να βλέπουμε χαζοταινία.  

Η Ζωζώ έχει κάνει block τον εαυτό της… Από τα γενέθλιά της κι ύστερα δεν την ματαείδα. Η Ντράνα είχε μια ανυπόφορη γκρίνια για τη συμφορά που την έχει βρει, αυτό το διαολεμένο αυχενικό που δεν την αφήνει να ησυχάσει. Δεν είχε σκοπό να έρθει, μέχρι που  σιχτίρισε να βλέπει  τα σαχλοπρογράμματα της τηλεόρασης, πέταξε το κολάρο κι έτρεξε. Μέχρι να έρθει όμως, είχα ήδη ξενερώσει…  «Ααααχ, που να είσαι τώρα Roux…», αναφωνούσε.Καιρό τώρα η Ντράνα είχε καψουρευτεί έναν κοκκινοτρίχη Δανό. Τον γνώρισε τυχαία στο δρόμο, όπως στις ταινίες. Αυτός της έδωσε την επαγγελματική του κάρτα. Ευρωπαίοι ρε φίλε, απροσάρμοστοι. Τέλος πάντων, η Ντράνα που έτρεφε μεγάλη αγάπη στα κόκκινα μαλλιά, είχε ήδη οραματιστεί τα τέσσερα κοκκινομάλλικα παιδιά τους...

Από την άλλη η Τζέν-τζέν βρισκόταν σε υπερδιέγερση… Εξάψεις, κάψες και φλόγες δεν την άφηναν να ησυχάσει, είχε κολαστεί, είχε δαιμονιστεί κι ήθελε ένα δυνατό ποτό, εμπνευσμένο από τη φουρτουνιασμένη θάλασσα, για να σβήσει τις φωτιές. Τότε προσγειώθηκε στα χέρια της η πιο θανατηφόρα μαργαρίτα που έχει γίνει ποτέ.  «Κορίτσια δεν ξέρω, αλλά εγώ τις φίλες μου τις βλέπω πάντα πολύ όμορφες!», είπε σε μια φάση, διότι γύρω μας υπήρχαν λίγο περίεργες τύπισσες. Όμως είναι ψέματα! Η Τζέν-τζέν μπορεί να «γουστάρει» τις  περισσότερες γυναίκες που θα περάσουν από μπροστά της και να τις παρατηρήσεις 100 φορές περισσότερο από έναν άντρα. Και δεν είναι «ιρλ-ιρλ-ριλ-ούα-ούα» (τώρα αν δεν καταλαβαίνεις, διάβασε το προηγούμενο επεισόδιο).

Σε λίγο, φτάνουν ο Mr. BlueEyes, που τελικά δεν είναι blue, αλλά green, όπως διαμαρτυρήθηκε, μαζί με μια δεκαριά άτομα, τα ονόματα των οποίων δεν μπήκα στη διαδικασία να συγκρατήσω, θα έκαιγα εγκεφαλικά κύτταρα χωρίς λόγο.  Ήμουν αποφασισμένη να γυρίσω σπίτι με τα πόδια. Ανάμεσα στους  αμέτρητους γνωστούς (ναι, διαδηλώνουν στο pere ubu οι Αγανακτισμένοι Πότες) διέκρινα το Τρομαγμένο Ρακούν, που επίσης διακρίνεται από την ανικανότητά του να συγκρατήσει ονόματα. Δεν θυμάμαι να ήταν τόσο γουργουλο-τρομαγμένο το μάτι του ποτέ, σα να μην ήξερε κι ο ίδιος τι του είχε συμβεί.  «Caipiroska Aνανά!» ζητάω από τον Jim the bartender. Η Τζέν-τζέν  περίμενε πατατάκια, τα οποία δεν καταδέχτηκαν να έρθουν ποτέ τελικά.  Δεν πρόλαβα να γυρίσω το κεφάλι από την άλλη, να δω το Τρομαγμένο Ρακούν λοιπόν και ο ανανάς-ντεκόρ είχε εξαφανιστεί. Κοίταξα στο ταβάνι,κοίταξα στο πάτωμα… Ποιος μου πήρε ωρέ τον Ανανά; Όμως αγαπάει το Αλλάχ τον κλέφτη, αγαπάει και το νοικοκύρη. Τα μάγουλα της Τζέν-τζέν είχαν φουσκώσει και στην άκρη των χειλιών τους κρεμόταν η άκρη του ανανά… Έτρεξε να τον αντικαταστήσει! «Έναν Ανανά! Έναν Ανανά!» ζητάει απο τον Jim. Ο Ανανάς ήρθε… σεβιρισμένος πάνω σε ακόμα ένα Caipiroska… Αλλά πλέον, εγώ ήθελα κάτι αλμυρό. Έτσι είναι αυτά…

Καθίσαμε έξω, τώρα που καλοκαίριασε κι η μόδα επιτάσσει να «βγούμε στο δρόμο». Για το μόνο που ήμουν σίγουρη είναι πως δεν υπήρχε κανένα ενδιαφέρον στη βραδιά, πως τα πατατάκια που ζητούσα απεγνωσμένα δεν ήρθαν ποτέ, πως ήπια 4 κοκτέιλς, πλήρωσα τα 2 και δεν ευχαριστήθηκα κανένα, γιατί έχω πάθει ψύχωση με τη ρακή της mademoiselle Φραουλίτσα. Η mademoiselle Φραουλίτσα είναι η συντρόφισσα στον αγώνα των Αγανακτισμένων, που αγανακτεί χωρίς ποτέ να ξεχάσει τη θηλυκότητά της (ηχητικό εφέ: υπερχείλιση πισίνας και μακροβούτι) και χωρίς ποτέ να ξεχάσει τη ρακή. Γιατί άλλωστε έχει τη μαύρη σελήνη στον Λέωντα κι είναι ιδιαίτερα ανθεκτική στο περπάτημα. Και πόσο πολύ μου έλειπε σήμερα… Όλη τη βδομάδα περπατάμε ασταμάτητα από τη μια άκρη της Αθήνας στην άλλη και σήμερα ήμουν καρφωμένη και βιδωμένη  στο μωσαϊκό του PU, λόγω των άβολων πιπ-τόου. Τι καταπίεση που τρώμε εμείς οι γυναίκες!

Γύρισα σπίτι κατά τη 1.30. Ήταν νωρίς για να κοιμηθώ, ήταν αργά για να κανονίσω κάτι άλλο… Home alone λοιπόν και τότε χτυπάει το τηλέφωνο στο skype!Ήταν εκείνος ο ξανθός...εκείνος που είχα γνωρίσει πριν το Πάσχα... Και κάπως έτσι το ξημέρωμα σε βρίσκει με το lap top αγκαλιά και τον Τζέρυ ανάσκελα, να βλέπει όνειρα! Best conversation ever