Όλα ξεκίνησαν ένα τράτζικ φθινοπωρινό ξημέρωμα στα Εξάρχεια… (Σεπτέμβριος,2010 - Ιανουάριος 2014)

20110616

First be a woman


Όλα ξεκίνησαν από έναν αθώο καφέ κατά τις 7.30 το απόγευμα… Η Ζωζώ κι εγώ φορούσαμε μακρυμάνικα λευκά μπλουζάκια, η Τζέν-τζέν ήταν έτοιμη να παρτάρει με εκείνα τα σκανδαλώδη μαύρα πέδιλα,  η γυναίκα Βαμπ, απλή κι απέριττη, όσο μπορεί να είναι μια γυναίκα Βαμπ, ήρθε για «ένα χαλαρό». Καμία στυλιστική ενότητα μέχρι στιγμής… «Πας να μας φέρεις τσιγάρα;» ζητάει η Ζωζώ από την πρόθυμή να κάνει τα  πάντα Τζέντζέν, πρόθυμη  μήπως και της φύγει η ανελέητη κι ανεξήγητη κάψα που ένιωθε. Κι ενώ όλα είναι χαλαρά κι ο κόσμος δειλά αρχίζει να μαζεύεται, η Τζέντζέν (που είχε ήδη πάρει το δρόμο του γυρισμού από το περίπτερο) με παίρνει τηλέφωνο. Ξενερωμένη στα φουλ, υποθέτω ότι ξέχασε για χιλιοστή φορά τι τσιγάρα της είπαμε να ζητήσει. Ναι;;;; «Έλα! Είμαι πίσω από τον Roux!» . Τιιιιιιιιιι;;;;

Flash Back:Το προηγούμενο απόγευμα είχα πάει για τα καθιερωμένα ψώνια του supermarket (ντυμένη πάντα με τη λευκή μακρυμάνικη μπλούζα). Κι εκεί που περίμενα ένα κομμάτι γραβιέρα Κρητική (μμμμμ, θα έλεγα τώρα) το εμπριμέ δέρμα ενός κοκκινοτρίχη μου τραβάει την προσοχή. «Κάπου την ξέρω αυτή την ταπετσαρία» σκέφτηκα, «Κάτι μου θυμίζει το στόμα τύπου πακ-μαν…». 

Ήταν ο Roux, ολοζώντανος μπροστά μου, ύστερα από πολλές εβδομάδες εξαφάνισης δικής του και μουρμούρας της Ντράνα. «Μάθε που μένει κι άσε τα πολλά λόγια!», με διέταξε η Ντράνα, που ένιωθε να σκάει από το κακό της μέσα στην κοραλλί σατέν ρόμπα της. Κατάλαβες κύριε Πρόεδρε; Άλλη φοράει τη ρόμπα κι άλλη γίνεται ρόμπα… Περίμενα υπομονετικά μέσα στο αυτοκίνητο, μέχρι που ο Roux επιβιβάστηκε στο λευκό του (όχι άλογο) ποδήλατο. Με αστραπιαίες μανούβρες τον πήρα από πίσω (με την καλή έννοια) μέχρι που τον έχασα σε κάτι στενά… Τι να έκανα; Είμαι νομοταγής, δεν μπορώ να παραβιάσω τα απαγορευτικά. «Θα με τσακίσει η Ντράνα… πρέπει να τον εντοπίσω!», είπα στον εαυτό μου και έκανα ένα κύκλο, παίρνοντας ανάποδα τη διαδρομή του επίδοξου ποδηλάτη. «Θα φτάσω πρώτη στο σημείο και εν ανάγκη θα τον πατήσω!», αποφάσισα. Έτσι κι έγινε… Φτάσαμε έξω από το σπίτι του την ίδια χρονική στιγμή (τελικά ήτα πολύ πιο εύκολο…), όχι που δεν θα τον ξετρυπώναμε κι αυτόν.

Τέλος πάντων, αν εξαιρέσουμε το σούπερ μάρκετ, τον άνθρωπο με τις κόκκινες τρίχες δεν τον είχα ξαναδεί ποτέ παρά μόνο σε φωτογραφίες. Πάραυτα, έπεσα διάνα, κόβει το μάτι μου… Και να ήταν η πρώτη φορά; Θα έλεγα κωλοφαρδία… Αυτή τη φορά η Τζέν-τζέν με το αισθησιακό περπάτημα τον ακολουθούσε στα στενά της Γλυφάδας. Ήμουν ντυμένη σα να ετοιμάζομαι να τρέξω στίβο, που λέει κι ο Χόρχε. Βγαίνω από το Pere Ubu κι αρχίζω να τρέχω όπως στις Αμερικάνικες ταινίες, που ο πρωταγωνιστής τρέχει αγωνιωδώς  για να σώσει τον κόσμο.  Έτρεχα τόσο πολύ που τον προσπέρασα. Η άσπρη μπλούζα ήταν σήμα κατατεθέν, αυτή η λεπτομέρεια μου ξέφυγε, λες να με κατάλαβε; Μήπως τότε που κόλλησα το κινητό μου στη μούρη του για να τον φωτογραφίσω… λες να με πρόσεξε;  Ο Roux παρά τη χαζομάρα που ζωγραφίζεται στο αθώο του βλέμμα, πράγματι με παρατήρησε, κοντοστάθηκε κι έκανε μεταβολή. Δεν είχα επιλογή, έπρεπε να συνεχίσω αδιάφορη προς τον κατήφορο, να κάνω το τετράγωνο και να γυρίσω  ταπεινωμένη στο PU,  με μόνο μια κουνημένη και μαύρη φωτογραφία κακής ανάλυσης.  Πριν πάρω ανάσα και δώσω το ραπόρτο στην καταστροφολόγα Ντράνα, ο Roux κι ο κοντός φίλος του, μπαίνουν στο PU. «Πις οφ σιτ! Βγάλε τη μπλούζα!!! Θα σε αναγνωρίσει!!!». Παίρνω το κλειδί του αυτοκινήτου, γίνομαι σίφουνας κι επιστρέφω σε λίγα λεπτά με τη στολή παραλλαγής, αγνώριστη. Η Ντράνα έχει ήδη γίνει super-σίφουνας κι έρχεται με ταχύτητα φωτός από τον Περέα.

Η γυναίκα Βαμπ ρίχνει κακιασμένες ματιές τύπου «πράσινο λέηζερ το Σύνταγμα» στον Χόρχε, που έχει βαλθεί να της σπάσει τα νεύρα με κάθε τρόπο. Βλέπεις, το κόκκινο κοκτέιλ δεν την εκνεύρισε αρκετά, κι έπρεπε να βρει νέους τρόπους να την ωθήσει στα άκρα.  Εμ, αυτά συμβαίνουν όταν βάζεις έναν Τοξότη απέναντι από ένα Λέοντα.

Πάνω στην ώρα καταφτάνει η Ντράνα ντυμένη νύφη! Λευκά από πάνω μέχρι κάτω, βλέμμα ζωηρό, σαν αυτό του ανυπόμονου κανίς. Το κανίς που θέλει να πάει βόλτα και σου σπάει τα @@ αλλά χέζεται να βγει χωρίς το αφεντικό. «Θα στείλουμε σφηνάκια! Άιζ (Ice)!!!! Πιάσε 7 vodka καραμέλα!». Η Ντράνα έχει αλλάξει δέκα χρώματα (πάντα σε αποχρώσεις της αρρώστιας: άσπρο, λευκό του πάγου, ροζουλί, εκρού, μπεζ…). Αρνήθηκε να τα σερβίρει τον κρυόκωλο εμπριμέ Roux-που αν εξαιρέσεις την εμπριμέ φακιδοταπετσαρία είναι επίσης στις αποχρώσεις της αρρώστιας και  ο οποίος δεν αξιώθηκε να σηκωθεί από το τραπέζι, παρά το κέρασμα. Ούστ μωρή σταρλέτα!
 «ΣΟΡΙ» ανήγγειλα με την άκρως  ελληνική προφορά μου που σπάει κόκαλα.  Άφησα να σφηνάκια στο τραπέζι, προσευχήθηκα να μη με αναγνώρισε κι επέστρεψα για την πρόποση. «Στην υγειά της τερατολάγνας!», ευχήθηκα, τους κάναμε νόημα από μακριά και η Ντράνα παραλίγο να καταπιεί το σφηνοπότηρο μαζί με τη vodka.

Ο κρυόκωλος Roux ακόμα να σηκωθεί. Η Ντράνα, λίγομετά, κατσικώθηκε στο τραπέζι τους (αφού νόθευσα το Burberry- μαρμελαδέ ποτό της με μια έξτρα δόση τζίν – ας με συγχωρέσει ο Λατίνος, ξέρω ότι είμαι απαράδεκτη…). Ο Πρόεδρος (τότε ήρθε, όπως είπαμε πάντα εμφανίζεται προς το τέλος της βραδιάς) προσπαθούσε να καταλάβει προς τι όλη αυτή η αναστάτωση, αποτέλεσμα της οποίας ήταν ο φρικτός παγοπόλεμος. Μας κόλλησε ο κρυόκωλος, γι’ αυτό. Και για να γίνουμε κρυόκωλοι όλοι, τα παγάκια άρχισαν να μπαινοβγαίνουν μέσα σε σουτιέν και βρακιά. Η comme il faut Ντράνα επέστεψε από τη μάχη της κρυοκωλίασης και τότε ο Roux έφυγε ανενόχλητος από την πίσω πόρτα κι ούτε να μας φτύσει. Γι’ αυτό σας λέω, μην τους κερνάτε ποτέ σφηνάκια ρέ! First be a woman… κι όπως θα’ λεγε κι η Βάβω μου, παπούτσι απ’ τον τόπο σου κι ας είν και μπαλωμένο!

Δεν υπάρχουν σχόλια: