Ήταν Παραμονή
Χριστουγέννων, η παρέα είχε μαζευτεί στο P.U. για να ανταλλάξουμε ευχές, δώρα, καμιά
βρισιά (είναι έθιμο για τις ανύπαντρες να τους εύχεσαι λαικοτρόπως «γάμο»). Η
Ντράνα είχε βάλει όλες τις πέρλες, την Άρτα και τα Γιάννενα. Η Ζωζώ ανακοίνωσε τους
αρραβώνες της με τον Dick κι η Κωνθεώ μόλις είχε έρθει από το Λονδίνο,
ίσα που πρόλαβε το σουαρέ. «Και για πες, πως σου φαίνεται το Λονδίνο;», τη ρωτάμε
ενώ εκείνη δείχνει πολύ ανανεωμένη αν κι αδυνατισμένη! «Ποιο Λονδίνο; Ποια Αγγλία;
ΣΤΗΝ ΙΝΔΙΑ είμαι! Ινδία!!!», ούρλιαξε αγανακτισμένη και άρχισε να
αφηγείται με μανία, για τις διατροφικές διαστροφές των Ινδών της εστίας, που
ανακατεύουν το ριζάκι με τη σάλσα από κάρι με το χέρι τους κι ύστερα βουτάνε ολόκληρο
το κεφάλι σα πεινασμένα ζώα. «Γένια από ρύζι και λάδι! Μπλιάξ!», ολοκλήρωσε την
περιγραφή.
Η Μπέμπα είχε κάνει
κεφάλι. «Δεν πάω πουθενά, πουθενά, πουθενά, εδώ θα μείνω!!!», τραγούδαγε εκτός
ρυθμού, αποφασισμένη πλέον να μην πάει την Ιαπωνία. Ο Laza είχε πάθει έκσταση, χόρευε σα ξεβιδωμένος, όλες οι γυναίκες είχαν γαντζωθεί
από τα στιβαρά του μπρατσόνια και τους έτρεχαν τα σάλια, όπως στους πεινασμένους
Ινδούς. Η εορτάζουσα Tζέν-τζέν έτρεχε με μια κανάτα στο χέρι να τους
προλάβει όλους… Κέρασμα από κοκτέιλ σαλιών, με είπανε παράξενη που είχα σημαδέψει
το δικό μου καλαμάκι. Στην παρέα ήταν κι ο Σίφης, ο Κρητικός φίλος της Ζωζώ, ούτε
κατάλαβα πως βρέθηκε εκεί, μάλλον λόγω των επικείμενων αρραβώνων της με τον Dick. Άνοιξε λέει μπίζινες στο Ιράκ, ύστερα έπινε λίγο
από το ποτό και χασκογελούσε… Είχε μπλέξει με μαφίες; Ποιος ξέρει… Πάντως το
χρυσό ρολόι και το πούρο έκαναν αίσθηση!
«Τι έγινε εσύ μ’αυτόν;»,
με ρώτησε η Thinkerbelle με το καλησπέρα σας. Έγνεψα το κεφάλι με
πίκρα και καημό κι άρχισα την επίσυρση σου «σσσσςςς» προσπαθώντας να σχηματίσω
τη λέξη «σκατά», αλλά με διέκοψε. Αγρίεψε το βλέμμα της, τέντωσε το λαιμό της
και με θυμωμένη φωνή είπε «λοιπόν! Αρκετά! Πάει, τελείωσε μ’αυτόν! Τέλος! Θα
βρούμε άλλον! ΑΑΑααααμα και σιχτίρ ποιος νομίζει ότι είναι να τον κυνηγάμε;;;».
Μου έβαλε μια στέκα με κέρατα τάρανδου, με έβρισε κι έφυγε! Καλά τα είπε, θύμωσα
κι εγώ και… και αυτό. Θύμωσα. Κι ακόμα θυμωμένη είμαι δηλαδή.
"Eίσαι έγκυος; Πες μου! Είσαι;", ρώταγε και ξαναρώταγε η Κωνθεό τη Ζωζώ. Οι φήμες έδιναν κι έπαιρναν, σε λίγο όλο το μπαρ αναρωτιώταν αν εκείνη η κοπέλα με το φούξια κραγιόν ήταν έγκυος! Μη κι αρραβωνιαστεί κάποιος, αμέσως να τον βγάλουμε γκαστρωμένο! "Όχι παιδιά, δεν είμαι! Δεν είμαι!", επιβεβαίωνε η Ζωζώ και ρουφιόταν για να μας απαλλάξει απο τις υποψίες. Με τόσο φαγητό όλες σαν έγκυες ήμασταν άλλωστε...
Η Ντράνα μεθυσμένη
απ’το χορό (μόνο από το χορό, αλήθεια, τίποτα δεν ήπιε) άρχισε να λικνίζεται
σαν καλοπληρωμένη στριπτιζέζ, να τινάζει το μαλλί πέρα δόθε, να κουνάει τους γοφούς,
να σπάει τη μέση…Την ίδια ώρα η Ρούνι-ρούνι ήταν σπίτι της, ετοιμαζότανε να έρθει,
είχε φορέσει μια τουαλέτα με μακριά ουρά και γόβες στυλέτο με χριστουγεννιάτικα
πον-πον… Άρπαξε το ιλλουστρασιόν τσαντικό, κοιτάχτηκε άλλη μια φορά στον καθρέπτη
σα να αποχαιρετούσε τον εαυτό της, κι όπως άνοιξε την πόρτα, γαντζώνεται το φόρεμα
στο τακούνι, γλιστράει, φεύγει το τσαντικό από τα χέρια, η Ρούνι-ρούνι κατεδαφίζεται
γλιστρώντας τη σκάλα από μάρμαρο και σπάει τη μύτη της! Θρύψαλα η μύτη… μαύρα Χριστούγεννα
έκανε! Εμείς δεν είχαμε πάρει χαμπάρι… Για την ακρίβεια, εγώ η συγκεκριμένη, αφέθηκα
στο ρυθμό του rock n roll και ξεβίδωσα το λαιμό μου… Την επόμενη ημέρα
χρειαζόμουν επειγόντως νάρθηκα.
Η επόμενη ημέρα μας
βρήκε όλους στο νοσοκομείο… Εγώ για τον αυχένα, η Ρούνι-ρούνι για τη μύτη, η Τζέν-τζέν
για το στομάχι, ο Laza γιατί είχε 5 μέρες να κοιμηθεί από την
υπερένταση, η Ζωζώ για να διαπιστώσει αν όντως είναι έγκυος όπως προέβλεψε η
Κωνθεό… Η Κωνθεό επίσης στο Νοσοκομείο από δηλητηρίαση, βλέπεις συνήθισε να τρώει
ινδικό και η γαλοπούλα της προκάλεσε…ένα κάτι! Η Ντράνα της κρατούσε το χέρι κι
έπαιζε ακόμα μεθυσμένη, κρυφτό με τον σέξι γιατρό: κουκου-τσά! Κούκου-τσά! "Καλέ, γιατρέ, έχουν πάρει φωτιά οι πατούσες μου απο τον χθεσινοβραδινό χορό!", του έλεγε με νάζι...Λίγο έλειψε να του ζητήσει και μασάζ!
Η Μπέμπα
έτρεχε στο μαιευτήριο γιατί κάποια άλλη φίλη της γέννησε (κάθε βδομάδα κάποια γεννοβολάει, να
φανταστείς οι ίδιες οι νοσοκόμες την περάσανε για μαία με τόσο συχνές επισκέψεις)
και να μη στα πολυλογώ, ανήμερα το βράδυ, πίναμε τον καφέ της παρηγοριάς στο σπίτι
και κλαίγαμε σα χαζές με το Notting Hill… (ο Λάζα επιτέλους κοιμόταν ήσυχος)