Όλα ξεκίνησαν ένα τράτζικ φθινοπωρινό ξημέρωμα στα Εξάρχεια… (Σεπτέμβριος,2010 - Ιανουάριος 2014)

20110523

Ο Μοντελάκιας... Season 1, Ep.16


Ήταν Πέμπτη. Τα μαλλιά μου από την υγρασία θύμιζαν θάμνο της Σαμοθράκης. Η Ζωζώ μόλις είχε επιστρέψει από το κέντρο, πρόχειρα ντυμένη, άβαφτη, με επίσης θαμνοειδές μαλλί, την κούραση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της (βέβαια διατηρεί την εκ φύσεως λάμψη της, γιατί μη ξεχνάμε ότι πρόκειται για Ζωζώ).  Με περίμενε μέχρι να παρκάρω, στην αρχή αμέριμνη, και ανακουφισμένη που επιτέλους πάτησε σε πάτρια εδάφη, στο χωριό μας τη Γλυφάδα λέω, ώσπου ξαφνικά βλέπει μπροστά της τον Γόη  με ένα top model αλα μπρατσέτα. Ζουμάρει για να δεν καλύτερα, να δει την απαίσια ελιά, τη βαθιά ρυτίδα, την άσχημη πανάδα, τη στραβή μύτη, το αλλήθωρο μάτι, κάτι, που θα μπορούσε να αφαιρέσει την τελειότητα από πάνω της. Όμως, τίποτα. Η κοπέλα ήταν η Barbie αυτοπροσώπος. 

Η Ζωζώ κάνει μεταβολή κι όπου φύγει φύγει, ο Γόης όμως τη φωνάζει από μακριά, πλησιάζει και τη φιλάει σταυρωτά. Τι να πω… Όταν συνάντησα τη Ζωζώ, σοκαρίστηκα. Ήταν καταπτοημένη, σχεδόν ημίτρελη και έλεγε μέσα από τα δόντια «είμαι σα γλυκοπατάτα μπροστά της!». Εγώ, και η γνωστή χολή μου, έπαιρνα όρκο ότι η Μοντέλα θα έχει σίγουρα κάποιο κουσούρι.  Περνώντας από το περίπτερο, η σύγχυση έκανε τη Ζωζώ να θέλει απεγνωσμένα κάτι γλυκό να φάει. «Στ! Δίαιτα!» της είπα και ο περιπτεράς μας τέντωσε τα αφτιά του να ακούσει. Η Ζωζώ με αγριοκοίταξε, «μα εσύ είπες ότι είσαι σα γλυκοπατάτα!» πρόσθεσα και τα μάτια της Ζωζώς γούρλωσαν σαν του Μαρς (το παγκ της Τζέντζέν). Ο περιπτεράς μας κοιτάζει επίμονα, αρπάζω τα ρέστα μου και φεύγουμε. Πρέπει να ήθελε να με σκοτώσει, από αμηχανία δεν σταματούσα να γελάω και να ντρέπομαι που συνεχίζω να γελάω  ενώ η Ζωζώ με στραβοκοιτάει και μου κάνει παρατήρηση.

Ο Γόης με τη Μοντέλα, κάθονται σε ένα τραπεζάκι, ακριβώς στο απέναντι μαγαζί. Πίνουμε τα ποτά μας (αφού συμφιλιωθήκαμε για τη χοντράδα που πέταξα μπροστά στον περιπτερά!) και για να πετύχω την κάθαρσις, αποφασίζω να πάω να κατασκοπεύσω.  Η Μοντέλα κάθεται καμαρωτή, παίρνει πόζες, φουσκώνει λίγο τα χείλη πριν μιλήσει. Ο Γόης τεντώνεται και χασμουριέται συνεχώς.  Πως γίνεται να έχεις μπροστά σου ένα έργο τέχνης τόσο όμορφο, τόσο τέλειο και να χασμουριέσαι; Απόρησα. Την κοιτάζω και προσπαθώ να βρω κάτι κακό να πω, έστω ότι το φρύδι της είναι στραβό και λαικό. Αλλά της πάει! Δεν μπορεί, δεν μπορεί… κάτι θα έχει και αυτή…  «Θα πιείς κάτι;» τη ρωτάει ο Γόης , ενώ ο σερβιτόρος κοιτάει σαν χάνος τα… μάτια της.  «Όχι, ευχαριστώ, κάνω δίαιτα!» απαντάει. 

«Λευκό κρασί; Σόδα;» σκέφτομαι να αντιπροτείνω μπας και σώσω το ραντεβού (είμαι φιλεύσπλαχνη και φιλόζωη) αλλά το βουλώνω και ξαναμπουκάρω στο μαγαζί. Η Ζωζώ περιμένει με ανυπομονησία. «Το βρήκα το κουσούρι της! Είναι όμορφη, τόσο όμορφη που γίνεται εντελώς κομπλεξική! Σκέφτεται τόσο πολύ τις θερμίδες και την πόζα που θα πάρει, που δεν μένει χώρος για τίποτα άλλο. Ο τύπος χασμουριέται και μάλλον μιλάει μόνος του».

Μήπως τελικά και το τέλειο είναι λίγο βαρετό; 

Δεν υπάρχουν σχόλια: